4/1/16

ΠΤΥΧΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1914 – 1922

         Ο απελευθερωτικός αγώνας του 1821 είχε σκοπό την δημιουργία ανεξάρτητου
ελληνικού κράτους, κάτω από τη σκέπη του οποίου θα περιλαμβάνονταν το σύνολο
των Ελλήνων. Αυτό επετεύχθη μερικώς το 1830 με την ίδρυση του νεώτερου ελληνικού
κράτους, με περιορισμένα όμως σύνορα. Οι ατυχείς πολιτικές, που ακολούθησαν οι
ελληνικές κυβερνήσεις, επιβαλλόμενες κατά πολύ από τα συμφέροντα των μεγάλων
δυνάμεων, οδήγησαν τη χώρα σε περιπέτειες. Μερικές από αυτές ήταν η χρεοκοπία του
κράτους, ο διεθνής οικονομικός έλεγχος και ο ατυχής ελληνοτουρκικός πόλεμος του
1897. Τα προβλήματα αυτά και η αδυναμία των κυβερνήσεων να βρουν
λύσεις, ώστε να
ανακάμψει το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων, οδήγησε την κοινωνία σε βαθιά κρίση. Η
πεποίθηση του λαού περί διαφθοράς των πολιτικών, ενισχυόταν από την ξεκάθαρη
στάση των πολιτικών παρατάξεων, ανάλογα με τα συμφέροντα της μεγάλης δύναμης
την οποία υποστήριζαν1.
         Με αυτή την κατάσταση δεδομένη, το μέλλον της Ελλάδας ήταν σκοτεινό. Οι
Έλληνες στρατιωτικοί, σε μια προσπάθεια να αναστρέψουν την πορεία που είχε πάρει η
χώρα και καιγόμενοι από επιθυμία να ξεπλύνουν την ντροπή του ’97, προέβησαν το
1909 σε κίνημα. Με την πλήρη συμπαράσταση του ελληνικού λαού το Κίνημα του Γουδή
όπως έμεινε γνωστό, είχε σαν αποτέλεσμα, την εμφάνιση στο προσκήνιο της
προσωπικότητας του Ελευθέριου Βενιζέλου.
         Ο Βενιζέλος, έχοντας ιδιαίτερη πολιτική και επαναστατική δράση στην Κρήτη,
παρουσίαζε όλα τα γνωρίσματα της χαρισματικής ηγετικής προσωπικότητας , που είχε
ανάγκη ο τόπος. Άμεσα άρχισε γενική αναδιοργάνωση του κράτους και του στρατού. Οι
εξελίξεις στην βαλκανική χερσόνησο έδωσαν την ευκαιρία στον Βενιζέλο να ξεδιπλώσει
το διπλωματικό του ταλέντο. Παράλληλα με τις πολιτικές του ικανότητες, η εμπνευσμένη
διοίκηση του στρατεύματος από τον διάδοχο, τότε, Κωνσταντίνο, κατά τους
Βαλκανικούς Πολέμους του ’12 - ’13, μετατόπισαν τα ελληνικά σύνορα μέχρι την
ανατολική Μακεδονία και τη βόρεια Ήπειρο. Το νέο status quo της περιοχής, σε
συνδυασμό με το αξιόμαχο των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, ανέδειξαν την Ελλάδα
σε περιφερειακή δύναμη.
         Η κατάσταση αυτή δεν διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η Ευρώπη
βρισκόταν ήδη σε συγκρουσιακή τροχιά και όλα τα έθνη της θα αντιμετώπιζαν τον
μεγαλύτερο και καταστροφικότερο πόλεμο, που είχε γνωρίσει μέχρι τότε η
ανθρωπότητα. Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας, δύσκολα θα κρατούσε τη χώρα μακριά
από τα σχέδια των εμπολέμων συνασπισμών.
_________________________________________________________________
1.Ακόμα και τα ονόματα των κομμάτων φανέρωναν την εξάρτηση τους από τις ξένες δυνάμεις. Υπήρχαν το αγγλικό, το γαλλικό και το ρωσικό κόμμα.



                                      ΠΕΡΙΛΗΨΗ
           Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ
        Το 1914, η μεγάλη κούρσα εξοπλισμών και εξάπλωσης των μεγάλων
αποικιοκρατικών δυνάμεων της Ευρώπης έφτανε στο τέλος της. Η Βρετανία και η
Γαλλία είχαν υπό τον έλεγχο τους το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, αποκλείοντας από
τους παγκόσμιους οικονομικούς δρόμους την Γερμανία και τις σύμμαχους της. Η
διαμορφωμένη κατάσταση θα κατέληγε αργά ή γρήγορα σε σύγκρουση και μόνο η
αφορμή χρειαζόταν για να ξεσπάσει ο καταστροφικότερος πόλεμος που είχε, μέχρι τότε,
γνωρίσει η ανθρωπότητα.
        Την αφορμή για τον Α’ ΠΠ έδωσε η δολοφονία του Αρχιδούκα Φραγκίσκου
Ιωσήφ στο Σεράγεβο. Από τον Ιούλιο μέχρι το Νοέμβριο του ’14 είχε εμπλακεί στον
πόλεμο το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών χωρών. Από τη μια πλευρά, την Εγκάρδια
Συνεννόηση (Entente) αποτελούσαν οι Μ. Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία. Στο άρμα της
Entente ήταν δεμένη η Σερβία, η Ρουμανία το Βέλγιο και όλες οι αποικίες των χωρών
μελών. Από την άλλη πλευρά οι Κεντρικές Αυτοκρατορίες της Γερμανίας και
Αυστροουγγαρίας συνασπίζονταν για να αντιμετωπίσουν την Entente, με τη συνδρομή
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Ιταλία, αν και τυπικά σύμμαχος της Γερμανίας,
κράτησε στάση αναμονής και στη συνέχεια προσχώρησε στους Συμμάχους. Στάση
αναμονής τήρησε και η Βουλγαρία, προσπαθώντας να επιλέξει την καλύτερη στιγμή για
να επιλέξει στρατόπεδο. Τελικά τάχθηκε στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών
προσδοκώντας την κυριαρχία στα μακεδονικά εδάφη και την έξοδο στο Αιγαίο.
        Τα Βαλκάνια βρίσκονταν στο μάτι του κυκλώνα, με τη Σερβία να δέχεται την
πίεση των Κεντρικών Δυνάμεων. Η Ελλάδα συνδεόταν, βάση αμυντικού συμφώνου, με
τη Σερβία. Ο Έλληνας Πρωθυπουργός, Ελ. Βενιζέλος αρχικά τήρησε μάλλον ουδέτερη
στάση, αξιολογώντας τους κινδύνους εμπλοκής της χώρας στον πόλεμο. Πίστευε όμως,
πως η θέση της Ελλάδας ήταν στο πλευρό των αγγλογαλλικών δυνάμεων. Την άποψη
του αυτή, την εκδήλωσε άλλωστε στους Συμμάχους, προσφέροντας τους ευμενή
ουδετερότητα και ανοικτή την πιθανότητα πλήρους εμπλοκής στην πολεμική
προσπάθεια. Η προσφορά ουδετερότητας έγινε δεκτή από τους εκπροσώπους των
Συμμάχων, ενώ αποκλείστηκε η ενεργός συμμετοχή της Ελλάδας, για να μην
προκληθούν η Τουρκία και η Βουλγαρία. Ταυτόχρονα ο Βασιλιάς της Ελλάδας,
Κωνσταντίνος, υποσχόταν στον Κάιζερ αυστηρή ουδετερότητα, ερχόμενος σε αντίθεση
με τις θέσεις του Βενιζέλου και τις διπλωματικές του κινήσεις με τους Συμμάχους.

       Μετά την εμπλοκή της Τουρκίας άρχισαν εκ νέου διαπραγματεύσεις μεταξύ
Βενιζέλου και Entente, με πρόταση των δεύτερων να δοθεί η Καβάλα στους
Βούλγαρους, ενώ η Ελλάδα θα έπαιρνε δεκαπλάσια έκταση στη Μ. Ασία ως
αντάλλαγμα. Στο θέμα αυτό δεν πέτυχαν κάποια συμφωνία, παρά την επιθυμία του
Βενιζέλου και έτσι προτάθηκε στην Ελλάδα η συμμετοχή της στην εκστρατεία της
Καλλίπολης. Η πλήρης αντίθεση του Βασιλιά στα σχέδια του Πρωθυπουργού, οδήγησε
τον Βενιζέλο σε παραίτηση. Μετά από τις εκλογές της 31ης Μαΐου του ’15 ο Βενιζέλος
κέρδισε και πάλι την πρωθυπουργία και σε συμφωνία με τον Βασιλιά κήρυξαν
επιστράτευση στις 8-9-15, καθώς η Βουλγαρία συμμαχούσε με την Γερμανία.
       Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του ’15, οι σύμμαχοι ζήτησαν, στα πλαίσια της
ευμενούς ουδετερότητας να αποβιβάσουν στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη, με σκοπό να
τα προωθήσουν στο βαλκανικό μέτωπο. Η εθνοσυνέλευση, στην Ελλάδα, θεωρώντας
πως η αίτηση αυτή έγινε κατόπιν πρόσκλησης Βενιζέλου, απέσυρε την στήριξη της στον
Πρωθυπουργό, ο οποίος και παραιτήθηκε. Η κατάσταση, στην Ελλάδα έγινε δύσκολη,
αφού η κυβέρνηση Ζαΐμη αδυνατούσε να διαχειριστεί την κρίση που προκάλεσε η
απόβαση των Συμμάχων και η κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Μετά την καταψήφιση και
του Ζαΐμη, ο Κωνσταντίνος διέλυσε τη Βουλή και προκήρυξε εκλογές. Οι φιλελεύθεροι
του Βενιζέλου κατηγόρησαν τον Κωνσταντίνο για αντισυνταγματικές ενέργειες και
απείχαν από τις εκλογές, βαθαίνοντας έτσι το ρήγμα μεταξύ Βενιζέλου και
Κωνσταντίνου και ενισχύοντας το κλίμα πολιτικής αστάθειας στη χώρα.
       Η πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα, είχε ως αποτέλεσμα, να καταστεί η εθνική
κυριαρχία   ευάλωτη.   Οι  αντιμαχόμενοι  συνασπισμοί,    με  πρώτη  την  Entente,
προχώρησαν σε παραβίαση της ελληνικής ουδετερότητας, παρά τις διαμαρτυρίες των
ελληνικών κυβερνήσεων. Εκτός από την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, οι σύμμαχοι
κατέλαβαν την Κέρκυρα, τη Μήλο, Λήμνο και Καστελόριζο, ενώ εκβίασαν και την
συγκατάθεση της Ελλάδας για μεταφορά Σερβικών στρατευμάτων από την Κέρκυρα στη
Θεσσαλονίκη, μέσω Πάτρας. Ειδικά η μεταφορά των Σέρβων δημιούργησε σοβαρά
προβλήματα στην κυβέρνηση του Σκουλούδη. Το θέμα τελικά, διευθετήθηκε κατόπιν
συμφωνίας για θαλάσσια μεταφορά, με την εγγύηση του ελληνικού κράτους για την
ασφάλεια των πλοίων από τα γερμανικά υποβρύχια. Παράλληλα και ως αντίβαρο στις
συμμαχικές κινήσεις στον ελληνικό χώρο, οι Γερμανοί κατέλαβαν το οχυρό Ρούπελ και
οι Βούλγαροι την ανατολική Μακεδονία μέχρι και την Καβάλα. Ειδικά η παρουσία των
Βουλγάρων και οι ωμότητες που έπραξαν εναντίον των ελληνικών πληθυσμών στην
Μακεδονία, αύξησε την ανησυχία των Ελλήνων και η αδυναμία του νέου
Πρωθυπουργού να διαχειριστεί τα γεγονότα δεν μπορούσε να εξομαλύνει την
κατάσταση. Είναι χαρακτηριστικό πως η πίεση της Entente, σε διπλωματικό και
στρατιωτικό επίπεδο, προκαλούσε αλλεπάλληλες κυβερνητικές αλλαγές.
       Καθώς η κατάσταση της χώρας γινόταν όλο και πιο δύσκολη, ο Βενιζέλος
δημιούργησε, με το Ναύαρχο Κουντουριώτη και το Στρατηγό Δαγκλή επαναστατική
κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη, με την ονομασία «κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας». Η
προσχώρηση της βόρειας Ελλάδας και μεγάλου μέρους των νησιών του Αιγαίου,
οδήγησε ουσιαστικά στη διχοτόμηση της χώρας. Από την πρώτη στιγμή η νέα
κυβέρνηση έθεσε τις δυνάμεις της στο πλευρό της Entente. Οι Σύμμαχοι, όχι μόνο
δέχτηκαν την προσφορά του Βενιζέλου, αλλά επιπλέον προσπάθησαν να πετύχουν
επανένωση της χώρας διαπραγματευόμενοι με τον Κων/νο. Αν και                λόγω των
συνθηκών, η στάση του Βασιλιά έγινε πιο διαλλακτική, εν τούτοις οι απαιτήσεις των
Συμμάχων δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως. Ως αποτέλεσμα ο ύπατος αρμοστής της
ελληνικής ανεξαρτησίας Γερουσιαστής Ζονάρ παρέδωσε τελεσίγραφο στον Έλληνα
Πρωθυπουργό, απαιτώντας την απομάκρυνση του Βασιλιά, με δικαιολογία την
παράβαση του συντάγματος από μέρους του. Η μη συμμόρφωση θα έδινε το δικαίωμα
χρήσης βίας από πλευράς Συμμάχων. Κάτω από το βάρος των περιστάσεων ο
Κων/νος αποχώρησε. Άμεσα επανασυστάθηκε η βουλή του 1915 με Πρωθυπουργό τον
Ελ. Βενιζέλο και η χώρα ενεπλάκη ενεργά στον Α’ ΠΠ.
       Η Ελληνική συμμετοχή στον Α’ ΠΠ, αν και σχετικά σύντομη, είχε ιδιαίτερα μεγάλη
αξία. Το βαλκανικό μέτωπο δεν εξελισσόταν καλά για τους συμμάχους, μετά την
κατάρρευση των Ρουμάνων. Ο Ελληνικός Στρατός απέδειξε το αξιόμαχό του σε μια
σειρά μαχών, το αποτέλεσμα των οποίων οδήγησε στην στρατιωτική ήττα της
Βουλγαρίας και την κατάρρευση του Βαλκανικού μετώπου για τους Γερμανούς. Μετά
την συνθηκολόγηση των Βουλγάρων στις 29-9-18 ακολούθησαν οι Τούρκοι τον
Οκτώβριο και οι Γερμανοί μετά από μερικές ημέρες τερματίζοντας τον Α’ ΠΠ.
          Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΟΙ ΕΙΡΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ
       Αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, άρχισαν οι διαπραγματεύσεις που θα
καθόριζαν το νέο status quo. Οι διαπραγματεύσεις έλαβαν χώρα στο Παρίσι και οι
εργασίες ξεκίνησαν την 5η Ιανουαρίου 1919. Στη διάσκεψη συμμετείχαν όλες οι Μεγάλες
Δυνάμεις, ενώ για τα θέματα που τις αφορούσαν προσκαλούνταν και οι αντίστοιχες
χώρες.
       Την Ελλάδα στο Παρίσι, εκπροσώπησε ο ίδιος ο Βενιζέλος. Κατέθεσε υπόμνημα
με τις ελληνικές διεκδικήσεις που αφορούσαν το θέμα της Β. Ηπείρου, τη Θράκη, τη Μ.
Ασία, τα νησιά του Αν. Αιγαίου, τον Πόντο και την Κωνσταντινούπολη. Με βάση τις

διακηρύξεις του Αμερικάνου Προέδρου, τα ελληνικά αιτήματα στοιχειοθετούνταν με
τέτοιο τρόπο, που δεν ήταν δυνατό να αγνοηθούν. Δεδομένων των διεκδικήσεων και
άλλων δυνάμεων, ειδικά στις περιοχές της Μ. Ασίας της Κωνσταντινούπολης και της Β.
Ηπείρου, ο Βενιζέλος πρότεινε την αυτονόμηση των περιοχών ή ειδικό διεθνές
καθεστώς, δίχως να περνούν απαραίτητα στην ελληνική κυριαρχία. Προσπάθησε, με
αυτό τον τρόπο, να πετύχει σε πρώτο χρόνο την απόσπαση τους από την οθωμανική
κυριαρχία. Η πλήρης ελληνικοποίηση της Σμύρνης θα ακολουθούσε αργότερα με
δημοψήφισμα των κατοίκων της. Η Κωνσταντινούπολη, όπως και τα Δαρδανέλια, λόγω
ιδιαιτερότητας θα παρέμεναν κάτω από διεθνή έλεγχο. Τέλος μεγάλο μέρος της Β.
Ηπείρου θα περνούσε σε ελληνικά χέρια κατόπιν συμφωνίας με την Ιταλία, η οποία θα
κρατούσε τον έλεγχο του Αυλώνα.
        Η πρώτη συνθήκη που υπογράφηκε και αφορούσε την Ελλάδα ήταν αυτή του
Νεϊγί την 27η Νοεμβρίου 1919. Οι όροι της παραχωρούσαν την κυριαρχία της Θράκης
στην Ελλάδα εκτός των περιοχών των Στενών και της Κωνσταντινούπολης. Τα πρώτα
περνούσαν στα Βρετανικά χέρια, ενώ η Κων/πολη θα τελούσε υπό τον συμμαχικό
έλεγχο. Τον Ιούνιο του επόμενου έτους και έξι σχεδόν μήνες μετά την επίσημη λήξη της
συνδιάσκεψης των Παρισίων υπογράφηκε η συνθήκη των Σεβρών. Αυτή ρύθμιζε τα
θέματα που αφορούσαν την Τουρκία. Οι όροι της συνθήκης ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκοί για
την Ελλάδα. Οι Σύμμαχοι παραχωρούσαν την διοίκηση της Σμύρνης και του βιλαετίου
του Αϊδινίου στην Ελλάδα. Μετά από 5 χρόνια δημοψήφισμα θα καθόριζε την τελική
τύχη της περιοχής. Όλα τα νησιά του Αιγαίου πλην της Ρόδου περνούσαν υπό ελληνική
πλήρη κυριαρχία. Την Ρόδο θα την κρατούσαν οι Ιταλοί, με την υποχρέωση να
παραδώσουν την κυριαρχία της στην Ελλάδα, αν οι Βρετανοί έπρατταν το ίδιο με την
Κύπρο. Η Τουρκία αναλάμβανε την υποχρέωση να διαλύσει ουσιαστικά τις ένοπλες
δυνάμεις της. Θα διατηρούσε μια μικρή δύναμη σε ρόλο συνοριοφυλακής και
χωροφυλακής.
        Ο ενθουσιασμός των Ελλήνων, όταν ανακοινώθηκαν οι όροι, έφτασε στα ύψη.
Για την επιτυχία αυτή, πέρα από τους εξαιρετικούς χειρισμούς του Βενιζέλου, δούλεψε
το μεγαλύτερο μέρος του πνευματικού και επιχειρηματικού κόσμου, τόσο στην Ελλάδα
όσο και στο εξωτερικό.
        Αν και η συνθήκη των Σεβρών έλαβε χώρα το καλοκαίρι του 1920, οι Σύμμαχοι
εξουσιοδότησαν την Ελλάδα, σε προσωρινή κατοχή της Σμύρνης, ως αντιστάθμισμα
στην πραξικοπηματική ενέργεια κατάληψης της Αττάλειας από την Ιταλία και τις βλέψεις
της για περεταίρω εξάπλωση. Επί πλέον οι παρουσία άτακτων Τούρκων επιδρομέων
δημιουργούσε συνθήκες αστάθειας, στις περιοχές που εποφθαλμιούσαν κυρίως οι
Γάλλοι και οι Βρετανοί. Με αυτό το σκεπτικό η παρουσία των ελληνικών στρατευμάτων
στην περιοχή θα προστάτευε τα συμμαχικά συμφέροντα με μηδενικό κόστος για τους
συμμάχους. Ο Βενιζέλος κυριολεκτικά άρπαξε την ευκαιρία, με αποτέλεσμα τον
Σεπτέμβριο του 1919 τα ελληνικά στρατεύματα να καταλάβουν την περιοχή της
Σμύρνης. Ένα χρόνο αργότερα η συνθήκη επισημοποίησε την ελληνική παρουσία στην
Ιωνία.
                        Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
       Από την αρχή, της ελληνικής απόβασης, φάνηκε πως η κατοχή της Σμύρνης θα
προκαλούσε προβλήματα. Συμπλοκές μεταξύ του Ελληνικού Στρατού και ταραχοποιών,
προκλήθηκαν από την πρώτη μέρα. Υπάρχουν μαρτυρίες που μιλούν για τουρκική
προβοκάτσια, παρακινούμενη από ιταλικούς κύκλους. Η Ιταλία ποτέ δεν έκρυψε την
δυσαρέσκεια της για την ελληνική παρουσία στη Μ. Ασία, καθώς η ισχυροποίηση της
ελληνικής επιρροής στην περιοχή, ερχόταν σε αντίθεση με τα ζωτικά της συμφέροντα.
Με ή χωρίς την ιταλική υποστήριξη, τμήματα άτακτων Τούρκων παρενοχλούσαν τις
ελληνικές δυνάμεις και τρομοκρατούσαν τον ελληνικό πληθυσμό. Παράλληλα, οι
εθνικιστές Τούρκοι, με αρχηγό τον ήρωα της Καλλίπολης Μουσταφά Κεμάλ,
προχωρούσαν σε ανασύσταση των ενόπλων δυνάμεων. Με διακήρυξη τους
κατήγγειλαν τις ειρηνευτικές συμφωνίες και προετοίμαζαν τον αγώνα απελευθέρωσης
των τουρκικών εδαφών.
       Η περιορισμός των ελληνικών δυνάμεων στη καθορισθείσα ζώνη ελέγχου,
δημιουργούσε προβλήματα στην αντιμετώπιση των επιδρομέων. Με την έγκριση των
Συμμάχων η Ελλάδα προέκτεινε τη ζώνη ελέγχου μέχρι τη γραμμή Ουσάκ Προύσας, με
σκοπό να εκκαθαρίσει την περιοχή. Παρά τις κινήσεις αυτές, ο Ελληνικός Στρατός
αδυνατούσε να ελέγξει πλήρως την περιοχή, αφού οι ένοπλοι Τούρκοι μετέφεραν τις
βάσεις τους όλο και πιο βαθειά στη Μ. Ασία. Παρά την αστάθεια στη ζώνη ελέγχου, οι
ελληνικές δυνάμεις είχαν δημιουργήσει το απαραίτητο στρατηγικό βάθος, που
απαιτούνταν για την ασφάλεια των περιοχών δικαιοδοσίας τους.
       Αυτή ήταν η κατάσταση όταν ο Βενιζέλος επέστρεψε από το Παρίσι, στη Αθήνα.
Μετά την πίεση της αντιπολίτευσης και πιστεύοντας στη σίγουρη νίκη του, προχώρησε
σε εκλογές τον Σεπτέμβριο του ’20. Η πεποίθηση του για νίκη δεν επαληθεύθηκε. Αν και
οι διπλωματικές και στρατιωτικές επιτυχίες της χώρας και προσωπικά του Βενιζέλου,
είχαν προκαλέσει πανελλήνιο ενθουσιασμό, ο λαός δεν έδωσε νέα θητεία στους
Φιλελεύθερους. Η πολύχρονη στρατιωτική προσπάθεια και η ταλαιπωρία της χώρας
από τον προηγούμενο διχασμό, είχε κουράσει τον ελληνικό λαό, με αποτέλεσμα να
υπερισχύσουν οι διακηρύξεις περί τερματισμού του πολέμου, επιστροφής των Ελλήνων
στρατιωτών στα σπίτια τους και τελικά την επιστροφή του νόμιμου κατόχου του θρόνου.
       Οι επιπτώσεις από την ήττα του Βενιζέλου ήταν άμεσες. Η Γαλλία ουσιαστικά
απείλησε την Ελλάδα με απόσυρση κάθε είδους υποστήριξης, σε περίπτωση επανόδου
του Κων/νου. Η νέα κυβέρνηση επέμεινε, στην ιδέα επιστροφής του Βασιλιά,
προκαλώντας την οργή των Γάλλων. Την ίδια στιγμή, η Ιταλία υποστήριζε φανερά πια
τον Κεμάλ. Μόνο η Βρετανία εξακολουθούσε να υποστηρίζει την ελληνική προσπάθεια
στη Μ. Ασία, καθώς αυτό υπαγόρευαν τα συμφέροντα της. Ωστόσο η βρετανική
υποστήριξη έμεινε στα λόγια και τις ευχές.
       Ενώ ήταν φανερό πως η Ελλάδα οδηγούνταν σε διπλωματική απομόνωση, η
ελληνική κυβέρνηση, συνέχιζε την εκστρατεία στη Μ. Ασία, σε αντίθεση με τις
προεκλογικές υποσχέσεις της. Παράλληλα απομακρύνθηκαν όλοι οι στρατιωτικοί
διοικητές και πλήθος αξιωματικών, και αντικαταστάθηκαν με φιλοβασιλικούς. Καθώς οι
ελληνικές δυνάμεις δεν δεσμεύονταν πια από συμμαχικές εντολές, αποφασίστηκε η
προέλαση του στρατού προς τα ανατολικά. Καθώς οι Τούρκοι έριχναν στον αγώνα και
μονάδες τακτικού στρατού, οι Έλληνες αναζητούσαν την ευκαιρία μιας αποφασιστικής
μάχης προκειμένου να εξουδετερώσουν μια και καλή τον αντίπαλο. Παρά τις όποιες
επιτυχίες όμως, οι τουρκικές δυνάμεις αποσύρονταν όλο και πιο βαθειά, παρασύροντας
και τον Ελληνικό Στρατό.
       Στην Ευρώπη, το κλίμα ήταν αρκετά αρνητικό για την Ελλάδα. Για την
εξομάλυνση της κατάστασης προσφέρθηκε ακόμα και ο Βενιζέλος να συνδράμει. Παρά
την αποδοχή της προσφοράς από τον Πρωθυπουργό Δ. Ράλλη, η παραίτηση του
Υπουργού Στρατιωτικών Δ. Γούναρη, είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της κυβέρνησης,
λίγο πριν τη διάσκεψη του Λονδίνου τον Ιανουάριο του ’21. Τελικά την Ελλάδα
εκπροσώπησε ο Ν. Καλογερόπουλος. Στη διάσκεψη, κλήθηκε και αντιπροσωπεία των
Τούρκων εθνικιστών, οι οποίοι επισημοποιούσαν πια τη θέση τους, στη διπλωματική
αρένα. Οι προτάσεις των συμμάχων δεν βρήκαν ανταπόκριση και έτσι η σύγκρουση στη
Μ. Ασία θα συνέχιζε. Η κυβέρνηση αποφάσισε τη μέχρι τέλους προσπάθεια και προς
αυτό αποφασίστηκε η προέλαση μέχρι το Αφιον Καραχισάρ.
       Σε σύσκεψη που έλαβε χώρα στην Κιουτάχεια, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία
κατάληξε στο συμπέρασμα πως έπρεπε αρχικά να καταληφθεί το Αφιον Καραχισάρ και
η στρατηγικής σημασίας σιδηροδρομική γραμμή. Μέσω αυτής οι Τούρκοι λάμβαναν
βοήθεια σε πολεμικό υλικό από την Ιταλία και τη Σοβιετική Ένωση. Μετά την επιτυχή
έκβαση της επιχείρησης και αν οι συνθήκες το επέτρεπαν θα συνεχιζόταν η προέλαση
ανατολικά, μέχρι να εξουδετερωθεί πλήρως ο αντίπαλος.

       Τελικά ο Ελληνικός Στρατός πέρασε την Αλμυρά έρημο, αφού κατάλαβε το Αφιον
Καραχισάρ, και συγκρούστηκε με τις κεμαλικές δυνάμεις στα ανατολικά του ποταμού
Σαγγάριου τον Αύγουστο του ‘21. Μετά από 22 ημέρες ασταμάτητου αγώνα και
τρομακτικών απωλειών και για τους δύο, αποφασίστηκε σύμπτυξη των ελληνικών
δυνάμεων στις αρχικές τους θέσεις. Αν η τουρκική άμυνα έσπαγε σ’ εκείνο το σημείο, ο
δρόμος για την Άγκυρα θα ήταν ανοικτός, καθώς αυτή ήταν η τελευταία γραμμή άμυνας
των Τούρκων. Μετά την σύμπτυξη τα πράγματα δυσκόλευαν υπερβολικά για τη χώρα.
Τα ταμεία της χώρας ήταν άδεια, η αντικατάσταση πολεμικού υλικού αδύνατη, και ο
εχθρός δυνάμωνε κάθε μέρα και πιο πολύ χάρη στην τροφοδότηση του από την Ιταλία
και τη Σοβιετική Ένωση.
       Ο πρωθυπουργός, πλέον, Δ. Γούναρης ξεκίνησε περιοδεία στη Ευρώπη, για
διαβουλεύσεις και οικονομική στήριξη. Ωστόσο παρά την πεντάμηνη προσπάθεια του
δεν πέτυχε, παρά μόνο την παραπομπή του σε ιδιωτικές τράπεζες. Ακόμα και η
Βρετανία έστρεφε την πλάτη στα ελληνικά αιτήματα. Η χώρα ήταν πια εκτός από
απομονωμένη και εξουθενωμένη σε όλα τα επίπεδα. Το μόνο που έμενε ήταν η
αναμονή των εξελίξεων.
       Ένα περίπου χρόνο μετά την τελμάτωση των επιχειρήσεων, πραγματοποιήθηκε
η αναμενόμενη τουρκική επίθεση τον Αύγουστο του ‘22. Η ορμή της σε συνδυασμό με
την εσφαλμένη διάταξη μάχης των Ελλήνων, οδήγησε αμέσως σε κατάρρευση του
μετώπου και άτακτη υποχώρηση των περισσότερων ελληνικών μονάδων προς την
Σμύρνη, μαζί με πλήθος προσφύγων. Οι μέρες που ακολούθησαν σημαδεύτηκαν από
πλήθος βιαιοπραγιών των Τούρκων ενάντια στους Έλληνες που δεν πρόλαβαν να
εγκαταλείψουν την περιοχή. Αποκορύφωμα των ενεργειών αυτών, ήταν ο βασανισμός
του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομου και η πυρπόληση της ελληνικής συνοικίας.
Έτσι με τον τραγικό αυτό τρόπο, ουσιαστικά τερματίστηκε η, από αιώνες, ελληνική
παρουσία στην Ιωνία, και ταυτόχρονα εξαφανιζόταν το όραμα της μεγάλης Ελλάδας.
                   ΟΙ ΕΙΡΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ
       Αμέσως μετά την καταστροφή οι συνταγματάρχες Πλαστήρας και Γονατάς μαζί
με τον Αντιπλοίαρχο Φωκά, προχώρησαν σε κίνημα, απαιτώντας την παραίτηση της
κυβέρνησης και του Κωνσταντίνου. Σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση, με Πρωθυπουργό τον
Κροκκιδά, ενώ η συστάθηκε ανακριτική επιτροπή, προκειμένου να διερευνηθούν οι
πολιτικές και στρατιωτικές ευθύνες για την καταστροφή. Μετά το πέρας της διερεύνησης
οι   πολιτικοί Δ. Γούναρης , Π. Πρωτοπαπαδάκης, Ν. Θεοτόκης, Γ. Μπαλτατζής, Ν.
Στράτος και οι στρατιωτικοί Γ. Χατζηανέστης, Μ. Γούδας και Ξ. Στρατηγός δικάστηκαν
με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Όλοι οι πολιτικοί και ο Χατζηανέστης
κρίθηκαν ένοχοι και εκτελέστηκαν, στα τέλη του 1922.
       Την ίδια εποχή, στη Λοζάνη ξεκινούσαν διαπραγματεύσεις, με σκοπό τόσο την
τελική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όσο και των σχέσεων Entente
Τουρκίας. Αρχηγός της ελληνικής αποστολής στη Λοζάνη τοποθετήθηκε ο Ελ.
Βενιζέλος. Από τη Λοζάνη ο Βενιζέλος προσπάθησε να σταματήσει την εκτέλεση της
απόφασης του στρατοδικείου, καθώς θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στην εικόνα της
χώρας. Αν και οι εκτελέσεις έγιναν όπως είχε προγραμματιστεί, η διαδικασία των
διαπραγματεύσεων δεν επηρεάστηκε. Τα προβλήματα παρουσιάστηκαν μετά την
στάση της τουρκικής αντιπροσωπείας. Ο Ισμέτ Πασάς (Ινονού) έθεσε απαιτήσεις που οι
σύμμαχοι χαρακτήρισαν υπερβολικές και απαράδεκτες.
       Καθώς η διαδικασία κινούνταν προς αδιέξοδο, η ελληνική πλευρά έπρεπε να
χρησιμοποιήσει κάθε διαπραγματευτικό χαρτί που διέθετε. Προς τούτο έθεσε σε πλήρη
στρατιωτική ετοιμότητα τη στρατιά Έβρου, η οποία είχε πρόσφατα αναδιοργανωθεί και
ενισχυθεί. Ο Βενιζέλος, παράλληλα, προσπαθούσε να κερδίσει τη συμμαχική ανοχή, σε
περίπτωση στρατιωτικής ενέργειας στην Ανατολική Θράκη. Πρέπει μα διευκρινίσουμε
πως ο Ελληνικός Στρατός είχε αποσυρθεί από την περιοχή, μετά την υπογραφή
ανακωχής στα Μουδανιά. Η Ναυτική υπεροχή του ελληνικού στόλου σε συνδυασμό με
τη συμμαχική ανοχή, θα καθιστούσε τη μεταφορά τουρκικών στρατευμάτων στην
ανατολική Θράκη αδύνατη. Η αδυναμία των Τούρκων να αντιμετωπίσουν την εξέλιξη
αυτή, οδήγησε τον Ισμέτ ξανά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
       Τελικά στις 24 Ιουλίου 1923 ο Βενιζέλος ανακοίνωσε στην Αθήνα την υπογραφή
της συνθήκης. Ως νέα συνοριακή γραμμή, Ελλάδας – Τουρκίας, καθοριζόταν πια ο
ποταμός Έβρος. Τα νησιά του Αιγαίου, πλην Ίμβρου και Τενέδου, παρέμεναν στην
κυριαρχία της Ελλάδας. Καθορίστηκε επίσης αποστρατικοποίηση των νήσων
Σαμοθράκης και Λήμνου, και η μερική αποστρατικοποίηση των υπολοίπων νήσων του
ανατολικού Αιγαίου. Σημαντικό μέρος της συνθήκης αποτελεί και το άρθρο για την
ανταλλαγή των πληθυσμών. Της ανταλλαγής εξαιρούνταν η δυτική Θράκη και η
Κωνσταντινούπολη. Τέλος καθώς η Ελλάδα αδυνατούσε να αποπληρώσει τις
αποζημιώσεις που αξίωνε η Τουρκία, παραχώρησε την κυριαρχία του Καραγάτς στους
Τούρκους.
       Η Ελλάδα μπορούσε πια να αφοσιωθεί σε ρεαλιστικότερους στόχους και κυρίως
στα μεγάλα εσωτερικά προβλήματα που προκάλεσε ο δεκαετής αγώνας και οι
εσωτερικές διαμάχες.

                                ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
       Από την αρχή του Α’ ΠΠ η Ελλάδα ήρθε σε δύσκολη θέση, λόγω της αντίθεσης
Κωνσταντίνου και Βενιζέλου. Η εμμονή και των δύο στις θέσεις τους οδήγησε σε
μεγάλες περιπέτειες τη χώρα. Αδυνατώντας να βρουν κοινό τόπο, ασκούσε ο καθένας
τη δική του εξωτερική πολιτική δημιουργώντας σύγχυση στον ελληνικό λαό και δίνοντας
πάτημα στους δύο αντίπαλους συνασπισμούς, να παραβούν την ουδετερότητα της
χώρας. Ανεξάρτητα από το ποιος είχε δίκιο, ο διχασμός της χώρας έπρεπε να έχει
αποφευχθεί. Σε μια δύσκολη διεθνή συγκυρία, η ανάγκη για ενότητα ήταν επιβεβλημένη.
       Η Ελλάδα είχε μπροστά της δύο δρόμους. Αυτόν της ουδετερότητας και αυτόν
της εμπλοκής στον πόλεμο. Αν υποθέσουμε πως η χώρα κρατούσε την ουδετερότητα
της, επιστρατεύοντας όλες της τις δυνάμεις για το σκοπό αυτό, σίγουρα οι αντίπαλες
δυνάμεις θα δυσκολεύονταν παραβιάσουν την ελληνική κυριαρχία. Από τη στιγμή που
Τούρκοι και Βούλγαροι τάχθηκαν στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, ήταν
ζήτημα χρόνου η εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο. Αυτό είναι ένα δεδομένο που η
φιλοβασιλική παράταξη αρνούνταν να παραδεχθεί, ακόμα και μετά από πλήθος
ωμοτήτων που διέπραξαν οι Βούλγαροι.
       Μετά την επανένωση της Ελλάδας και την ξεκάθαρη πλέον εξωτερική πολιτική
της χώρας, ο Βενιζέλος πέτυχε το σύνολο σχεδόν των εθνικών επιδιώξεων. Πρόσκαιρα
οι διαφορές ξεχάστηκαν και η χώρα επέκτεινε την κυριαρχία της σε εδάφη που της
άνηκαν από την αρχαιότητα. Ο διχασμός όμως δηλητηρίασε και πάλι τον ελληνισμό, με
αποτέλεσμα όχι μόνο να χαθούν όσα κέρδισε η χώρα με το σπαθί της, αλλά να
ξεριζωθούν και οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μ. Ασίας, που άκμαζαν στην περιοχή, παρά
τις τουρκικές διώξεις.
       Ένα πολύτιμο συμπέρασμα είναι πως οι σύμμαχοι είναι περιστασιακοί. Η Ελλάδα
στάθηκε στο πλευρό της Entente, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην τελική νίκη.
Ανταποκρίθηκε ακόμα και ,στο γαλλικό αίτημα για βοήθεια στην Ουκρανία. Ο
Πρωθυπουργός διακινδύνεψε τον εμφύλιο πόλεμο, προκειμένου να συνδράμει
στρατιωτικά τους Συμμάχους. Παρόλα αυτά, η χώρα αφέθηκε από τους Συμμάχους να
τα βγάλει πέρα μόνη της, επειδή άλλαξαν τα γεωπολιτικά συμφέροντα τους.
       Συγκρίνοντας τα γεγονότα της περιόδου 1914 – 1922 με άλλες περιόδους της
ελληνικής ιστορίας, παρατηρούμε πως το μόνιμο πρόβλημα είναι η έλλειψη σαφούς
εξωτερικής πολιτικής. Κάθε πολιτική παράταξη χαράζει δική της γραμμή, ενώ
αποδοκιμάζεται και απαξιώνεται κάθε προσπάθεια από την αντίπαλη παράταξη. Το
αποτέλεσμα είναι η αδυναμία συμφωνίας στα εθνικά θέματα και τελικά η αποτυχία
επίτευξης στόχων. Για να αντιμετωπιστεί αυτό πρέπει να συμφωνήσουν όλες οι
δυνάμεις του τόπου, στους εθνικούς στόχους και να χαραχτεί κοινή εξωτερική πολιτική
απαλλαγμένη από μικροκομματικά συμφέροντα, και προσωπικές φιλοδοξίες.

                                            ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
                                   Η ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

          1.1 Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
          Από το 1875 μέχρι το 1914, οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις επιδόθηκαν σε έναν
οικονομικό μαραθώνιο, με στόχο την εδραίωση των αποικιών τους και την επίτευξη
θέσης ισχύος έναντι των αντιπάλων δυνάμεων. Οι αγγλικές αποικίες στο παραπάνω
χρονικό διάστημα αυξήθηκαν κατά 11.5 εκατ. τ.χλμ. και οι γαλλικές κατά 9.7 εκατ. τ.χλμ..
Η Γερμανία, σ’ αυτό τον χορό, μπήκε τελευταία και με αρκετή καθυστέρηση, όταν πια η
αποικιοποίηση του κόσμου κόντευε να ολοκληρωθεί. Και στον τομέα των εξωτερικών
οικονομικών επενδύσεων η Γερμανία ήταν πίσω, πλην όμως ο συσχετισμός αυτός δεν
ανταποκρινόταν στην πραγματική οικονομική κατάσταση και τη στρατιωτική της δύναμη.
Στους τομείς αυτούς η Γερμανία υπερείχε πολύ, τόσο από την Αγγλία, όσο και από την
Γαλλία. Βλέποντας τους οικονομικούς δρόμους, προς την παγκόσμια αγορά,
φραγμένους, ως ιμπεριαλιστική δύναμη η Γερμανία, δεν είχε άλλο δρόμο παρά την
κινητοποίηση της στρατιωτικής της ισχύος, προκειμένου να ανοίξει αυτούς τους
δρόμους. Έτσι, η απόλυτη ανάγκη ανατροπής της κατεστημένης τάξης πραγμάτων από
την Γερμανία, επέβαλε την πολεμική προετοιμασία, ενώ από την απέναντι πλευρά
Αγγλία και Γαλλία, στην προσπάθειά τους να διαφυλάξουν το διαμορφωμένο status quo,
προετοιμάζονταν για την αντιμετώπιση της γερμανικής απειλής1. Η κατάσταση αυτή δεν
άργησε να μετατρέψει την κούρσα απόκτησης οικονομικής και πολιτικής ισχύος, σε
κούρσα εξοπλισμών. Μέσα σε αυτό το κλίμα οι σχέσεις όλων των κρατών είχαν
περιπλακεί σε έναν γόρδιο δεσμό, με τέτοιο τρόπο, που μόνο ξίφος θα μπορούσε να
λύσει.
          Ποιος τελικά ήθελε τον πόλεμο; Η σωστή απάντηση είναι πως, καθώς τα
πράγματα οδηγούσαν στην ένοπλη σύγκρουση, κανείς δεν φάνηκε διατεθειμένος να την
αποτρέψει. Οι μεγάλες δυνάμεις προσανατόλιζαν τις συμμαχίες τους, αύξαναν τα
οπλοστάσιά τους και κινούσαν τα νήματα προς την επίτευξη της καλύτερης δυνατής
θέσεως, ώστε όταν θα ξέσπαγε η σύγκρουση να έχουν το πλεονέκτημα. Η Αγγλία είχε
διαβεβαιώσει εμπιστευτικά το Παρίσι πως θα τάσσονταν στο πλευρό των Γάλλων. Ήδη
η Γαλλία είχε συμμαχία με την Ρωσία ενώ απέναντι στην Εγκάρδια Συνεννόηση
(Entente) βρίσκονταν ως κοινός εχθρός η τριπλή συμμαχία των Κεντρικών
Αυτοκρατοριών. Οι Γερμανοί ηγούνταν συμμαχίας με την Αυστρία και την Ιταλία, ενώ
_________________________________________________________________
1. Δ. Δρογίδη, Βαλκάνια η γη της φωτιάς, έκδοση Τζιαμπίρη - Πυραμίδα, τόμος 3, σελ. 49 – 50.

υπολόγιζαν και στην σύμπραξη τόσο της Βουλγαρίας, όσο και της δυσαρεστημένης με
τους Αγγλογάλλους Τουρκίας.
          1.2 Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΣΗ
          Ενώ τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν πάνω από την Ευρώπη, η Ελλάδα
ενωμένη όσο ποτέ ζούσε ίσως την καλύτερη εποχή της. Είχε διπλασιάσει τα εδάφη και
τον πληθυσμό της. Το φρόνημα του λαού ήταν υψηλότατο και οι ένοπλες δυνάμεις ήταν
αξιόμαχες, εμπειροπόλεμες και με πολύ σημαντικές πρόσφατες επιτυχίες. Η χώρα είχε
Βασιλέα έναν ικανότατο στρατηλάτη και ο Πρωθυπουργός ήταν πολιτικός εξαιρετικής
δεξιοτεχνίας1 και ικανότατος διπλωμάτης. Ο συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων,
και    η σύμπνοια απόψεων είχε οδηγήσει σε θεαματικά αποτελέσματα και έδινε την
δυνατότητα στην ελληνική κοινωνία, να ατενίζει την πορεία της χώρας με αισιοδοξία.
          Μερικούς μήνες πριν, από το ξέσπασμα του πολέμου, η Τουρκία προκάλεσε
ένταση, στις σχέσεις των δύο χωρών εγείροντας θέμα για τις νήσους Χίο και Λέσβο, οι
οποίες, όπως ισχυρίζονταν οι Τούρκοι, αποτελούσαν επικίνδυνα ορμητήρια για
επιχειρήσεις εναντίον της χώρας τους, από πλευράς                               Ελλάδος. Το κλίμα βάρυναν
ανθελληνικές ενέργειες στις τουρκικές πόλεις, απειλητική αρθρογραφία του τύπου,
καθώς και αποκλεισμός ελληνικών προϊόντων. Παράλληλα η παραγγελία θωρηκτού
σκάφους ισχυρότερου του ελληνικού ΑΒΕΡΩΦ ανέτρεπε την, κατά θάλασσα, ελληνική
υπεροχή. Ο εξοπλισμός της Τουρκίας ήταν φανερό πως αποτελούσε προπαρασκευή
για πόλεμο. Η κυβέρνηση Βενιζέλου για να εξασφαλίσει τη ναυτική υπεροχή παρήγγειλε
στα ναυπηγεία ΒΟΥΛΚΑΝ το θωρηκτό ΣΑΛΑΜΙΝΑ, η παράδοση του οποίου όμως θα
καθυστερούσε. Προς ενίσχυση του στόλου αγοράσθηκαν δύο πολεμικά πλοία τα οποία
όμως δεν εξασφάλιζαν την υπεροχή. Η τουρκική προκλητικότητα και το γεγονός της
πρόθεσης σύνταξης των Τούρκων με τις κεντρικές δυνάμεις, απασχολούσαν την
κυβέρνηση, η οποία βρισκόταν σε ετοιμότητα για αντιμετώπιση της απειλής.
          Το καλοκαίρι του 1914 και ενώ ο Βενιζέλος βρισκόταν στο Μόναχο, η κρίση στην
Ευρώπη είχε ήδη ξεσπάσει, με την δολοφονία του Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου
στο Σεράγεβο (28-6-1914). Ένα περίπου μήνα αργότερα, (23-7-1914) η Αυστρία
απέστειλε τελεσίγραφο στην Σερβία. Σ’ αυτή τη χρονική στιγμή βολιδοσκοπήθηκε η
στάση της Ελλάδος, καθώς από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων υπήρχε αμυντικό
σύμφωνο μεταξύ Ελλάδος και Σερβίας. Η απάντηση του Βενιζέλου ήταν επιφυλακτική,
προς τους Σέρβους, αφού το σύμφωνο προέβλεπε την συμμαχία, σε περίπτωση
Βουλγαρικής επίθεσης. Αυτό που στην ουσία προβλημάτιζε τον Βενιζέλο, ήταν η
αποδυνάμωση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, και η απειλή της Βουλγαρίας.
______________________________________________________________________
1.Αλ. Αδ. Κύρου, Ελληνική εξωτερική πολιτική, βιβλιοπωλείο της Εστίας, σαελ. 54

Αντιπρότεινε ωστόσο την δημιουργία βαλκανικού συνασπισμού με την συμμετοχή
Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας και Ελλάδας, φιλικά προσκείμενου προς την Entente.
Κίνητρο για την δημιουργία του συνασπισμού θα ήταν η παραχώρηση εδαφών με
διαμελισμό της Αλβανίας και της Βοσνίας Ερζεγοβίνης. Δυστυχώς η πιθανότητα
προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Τουρκίας στις Κεντρικές Αυτοκρατορίες,
ακύρωσε αυτή την πρόθεση. Οι σύμμαχοι δεν δέχτηκαν την πρόταση ένταξης της
Ελλάδος στο πλευρό τους, προσπαθώντας να κρατήσουν ουδέτερους τους Βούλγαρους
και τους Τούρκους. Δέχτηκαν ωστόσο την ευμενή ουδετερότητα της Ελλάδας
σκοπεύοντας να τη χρησιμοποιήσουν για τους πολεμικούς τους σκοπούς, όταν θα το
απαιτούσαν οι περιστάσεις.
       Σχεδόν ταυτόχρονα βολιδοσκοπήθηκε η πρόθεση της Ελλάδος και από τον
Γερμανό αυτοκράτορα, με τηλεγράφημα προς τον Κωνσταντίνο. Και σε αυτή την
περίπτωση, η απάντηση ήταν επιφυλακτική και τονιζόταν η ευγνωμοσύνη του
Ελληνικού λαού, για την στάση του Κάιζερ στο ζήτημα της Καβάλας. Ο ίδιος ο Βασιλιάς
τάσσονταν προσωπικά και πολιτικά με το μέρος του Αυτοκράτορα, ωστόσο η
ουδετερότητα της Ελλάδος ήταν επιβεβλημένη (αν η Ελλάδα τασσόταν με τους
Γερμανούς, δεν θα ήταν δυνατό να αντιμετωπίσει την βρετανική ισχύ στην Μεσόγειο).
Υποσχέθηκε πάντως αυστηρή ουδετερότητα
       Σε αυτή τη χρονική στιγμή παρουσιάζεται η πρώτη ανακολουθία στους δύο
πόλους εξωτερικής πολιτικής. Από τη μια πλευρά ο Βασιλιάς, ίσως και λόγω της
συγγένειας με τον Γερμανό Αυτοκράτορα, επιθυμούσε την διατήρηση της ελληνικής
ουδετερότητας. Από την άλλη, η ισχυρή προσωπικότητα του Βενιζέλου δεν τον άφηνε
να μείνει αμέτοχος σ’ αυτή τη διεθνή συγκυρία. Υπολογίζοντας και πιστεύοντας στην
τελική νίκη των συμμάχων, επιθυμούσε να βρίσκεται στο πλευρό τους για να
εξασφαλίσει, για την χώρα, αλύτρωτα εδάφη. Αν και οι σύμμαχοι δεν δέχθηκαν την
προσφορά, ο Βενιζέλος ήταν σίγουρος πως τόσο οι Βούλγαροι όσο και οι Τούρκοι, στο
τέλος θα τάσσονταν υπέρ των κεντρικών αυτοκρατοριών, ανοίγοντας δρόμο για την
ελληνική εμπλοκή στον πόλεμο.

                           ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
                           Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ

       2.1 Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
       Το τελεσίγραφο της Αυστρίας προς την κυβέρνηση της Σερβίας εξέπνευσε στις
28 Ιουλίου του 1914, οπότε και κηρύχθηκε πόλεμος, αφού οι αξιώσεις της Αυστρίας δεν
έγιναν δεκτές. Τρεις ημέρες αργότερα η Ρωσία προέβη σε γενική επιστράτευση. Η
Γερμανία κάλεσε την Ρωσία να ανακαλέσει την επιστράτευση εντός δώδεκα ωρών, ενώ
ταυτόχρονα η Γαλλία δήλωνε πως θα έπραττε σύμφωνα με τα συμφέροντα της. Η
Ρωσία δεν απάντησε στο τελεσίγραφο και έτσι η Γερμανία κήρυξε πόλεμο εναντίον της.
Την ίδια στιγμή η Γαλλική κυβέρνηση προέβη σε επιστράτευση, με αποτέλεσμα να της
κηρύξει πόλεμο η Γερμανία. Για την εξασφάλιση του δυτικού πλευρού, οι γερμανικές
δυνάμεις κινήθηκαν εναντίον των Γάλλων, μέσω των γαλλοβελγικών συνόρων. Η
παραβίαση της ουδετερότητας του Βελγίου και η έντονη αντίδραση του Βασιλέως
Αλβέρτου, οδήγησαν την Αγγλία να κηρύξει τον πόλεμο στην Γερμανία, αφού ήταν
εγγυήτρια δύναμη για την ουδετερότητα του Βελγίου. Στις 23 Αυγούστου, στους
εμπόλεμους εντάχθηκε και η Ιαπωνία, με δικαιολογία την αλληλεγγύη της προς τη Μ.
Βρετανία. Στις 5 Νοεμβρίου του ίδιου έτους η Τουρκία τάχθηκε στο πλευρό των
κεντρικών αυτοκρατοριών, ενώ η Ιταλία παρά την συμμαχία με την Γερμανία, κρατούσε
καιροσκοπική στάση. Την ίδια στάση κρατούσε και η Βουλγαρία, προσπαθώντας να
διαπιστώσει την πιο συμφέρουσα στιγμή για να διαλέξει στρατόπεδο.
       2.2 Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
       Το ξέσπασμα πολέμου σε μια περιοχή, ειδικά όταν εμπλέκει ομάδες κρατών,
φέρνει πάντα αναταραχή σε κάθε δραστηριότητα της ζωής. Επιταχύνει διάφορες
αλλαγές και στην ουσία, σταματά όταν έχει επιτευχθεί μια νέα ισορροπία μεταξύ κρατών
κοινωνιών κλπ. Οπωσδήποτε επηρεάζονται και τα κράτη που γειτνιάζουν με τα
εμπόλεμα. Η έναρξη του πολέμου, με πηγή ανάφλεξης τα Βαλκάνια σαφώς προδίκαζε
την ελληνική εμπλοκή. Αν και λίγο μόλις καιρό πριν, τέθηκε το ζήτημα της στάσης της
Ελλάδος και από τους δύο αντίπαλους συνασπισμούς και παρά την αρχική δήλωση
ουδετερότητας, η έναρξη του πολέμου έθεσε εκ νέου το θέμα επί τάπητος. Για τον
Βενιζέλο, η χώρα έπρεπε να ταχθεί υπέρ της Εγκάρδιας Συνεννόησης (Entente), αφού
πίστευε στην τελική επικράτηση τους. Το συμφέρον λοιπόν της χώρας, αν θα
συμμετείχε στον πόλεμο, ήταν στο πλευρό των συμμάχων. Η πρόθεση αυτή προκύπτει
και από την πιθανή αλλαγή του Status Quo στην περιοχή, το οποίο είχε διαμορφωθεί
από την συνθήκη του Βουκουρεστίου. Η επιρροή των Κεντρικών Δυνάμεων είχε μειωθεί

προς όφελος των Βαλκανικών κρατών, πρωτίστως, αλλά και των δυτικοευρωπαϊκών
δυνάμεων. Τα κοινά συμφέροντα Βουκουρεστίου, Βελιγραδίου και Αθήνας επέβαλλαν
την συνεργασία με τα αντίστοιχα κράτη. Παρά τη γνωστή όμως θέση του
πρωθυπουργού και χωρίς κάποια προηγούμενη ενημέρωση, ο Κωνσταντίνος                          σε
ανεπίσημη συνομιλία με το Άγγλο Ναύαρχο Καρ, δήλωσε πως δεν υπήρχε λόγος
εξόδου στον πόλεμο, όσο η Τουρκία δεν επιτίθεται στην Ελλάδα1. Μόλις ο Βενιζέλος
έλαβε γνώση του περιεχομένου της συνομιλίας αυτής, υπέβαλε με επιστολή του την
παραίτησή του. Στο κείμενο της επιστολής ο Ελ. Βενιζέλος μεταξύ άλλων αναφέρει, την
ανάγκη εμπλοκής της Ελλάδος στον πόλεμο, στο πλευρό της Αγγλίας, με σκοπό την
υποστήριξη της ελληνικής κοινότητας στην Τουρκία. Όπως αναφέρει, η Τουρκία ήδη
πολεμά την Ελλάδα, όχι επίσημα, αλλά εκδιώκοντας 250.000 ομογενείς και δημεύοντας
τις περιουσίες τους, ενώ αναμένονται και χειρότερα. Η ευκαιρία να πολεμήσουν
απέναντι στην Τουρκία, έχοντας στο πλευρό τους ισχυρούς συμμάχους, είναι μοναδική
και δεν πρέπει να χαθεί. Άλλωστε η σύγκρουση με την Τουρκία είναι απλώς ζήτημα
χρόνου, καθώς οι γείτονες δεν θα διστάσουν να επιτεθούν στην πρώτη ευκαιρία. Τόνιζε
επίσης την προηγούμενη πρόθεση των Άγγλων, να επιβάλλουν στην Τουρκία την
ελληνική θέση επί των νησιών, και την παρακώλυση της επίλυσης από την πλευρά της
Γερμανίας, η οποία προστάτευε τα τουρκικά συμφέροντα.Έδινε επίσης μεγάλη σημασία
στην στάση της Βουλγαρίας (η οποία δεν είχε ακόμα ξεκαθαριστεί). Η παραίτηση
Βενιζέλου δεν έγινε δεκτή από το παλάτι, ενώ έγινε και προσπάθεια κατανόησης των
απόψεων του Πρωθυπουργού, σε μια κίνηση εξομάλυνσης της κατάστασης και
διατήρησης της ενότητας.
          Οι διεθνείς συνθήκες είχαν διαμορφωθεί αρκετά πολύπλοκα για την Ελλάδα. Η
εξωτερική πολιτική της έπρεπε να κινηθεί σε λεπτό σκοινί και δυστυχώς υπήρχε
διαφορετική προσέγγιση από τους δύο εκφραστές της. Λίγο πριν την έναρξη του
πολέμου, οι σχέσεις της Ελλάδος τόσο με την Αγγλία, όσο και με την Γαλλία ήταν καλές.
Ωστόσο η στάση που κράτησαν στα θέματα Β. Ηπείρου, νησιών νοτιοανατολικού
Αιγαίου και Κύπρου ήταν μάλλον ουδέτερη. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι
διαφορετικά, αφού κάποια άλλη στάση θα αύξανε σημαντικά τη δύναμη της Ελλάδος σε
σχέση με τις υπόλοιπες χώρες τις περιοχής. Η προστασία των συμφερόντων τους
λοιπόν, επέβαλλε την διατήρηση της κατάστασης ως είχε .
          Τον Νοέμβριο του 1914 έγινε πρόταση στην Ελλάδα να συνδράμει στρατιωτικά
την Σερβία με αντάλλαγμα τη Β. Ήπειρο (πλην της περιοχής του Αυλώνα προκειμένου
να μην προκληθεί η Ιταλία). Παράλληλα οι σύμμαχοι διαπραγματεύονταν με τους
______________________________________________________________________
1. Διον. Α. Κόκκινου, Ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, εκδόσεις Μέλισσα, σελ. 1128

Βούλγαρους την συμμαχία τους, με αντάλλαγμα το Σαρισαμπάν, τη Δράμα και την
Καβάλα, που ήταν περιοχές ελληνικές. Για δεχθεί η ελληνική πλευρά αυτή τη συμφωνία,
υπόσχονταν δεκαπλάσια έκταση, σε περιοχές της Μ. Ασίας, όταν θα γινόταν εκεί
επιτυχής εκστρατεία1. Ζητούσαν δηλαδή ελληνικά εδάφη και έταζαν άλλα, τα οποία
όμως δεν είχαν στην κατοχή τους. Ζητούσαν επίσης συνδρομή των Ελλήνων στην
εκστρατεία της Καλλίπολης, με τηλεγράφημα του Κλεμανσώ προς τον Πρωθυπουργό.
Σκοπός της εκστρατείας ήταν η κατάληψη των στενών των Δαρδανελίων και της
Κωνσταντινούπολης. Σε αυτή την προοπτική αντέδρασε έντονα η Ρωσία, με δήλωση
του Τσάρου προς τον Κωνσταντίνο. Για τους Ρώσους, η πιθανότητα παρουσίας
ελληνικού στρατεύματος στην Κωνσταντινούπολη ήταν απαράδεκτη. Χαρακτηριστική
και η δήλωση του Ρώσου υπουργού των εξωτερικών, «η ρωσική κυβέρνηση δεν θα
επέτρεπε ούτε σε έναν Έλληνα χωροφύλακα να πατήσει το πόδι του στην
Κωνσταντινούπόλη». Σοβαρές αντιρρήσεις είχε και το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο, στην
πρόθεση του Βενιζέλου να συνδράμει τους συμμάχους στην Καλλίπολη. Ο
αντισυνταγματάρχης και αρχηγός της επιτελικής υπηρεσίας τότε, Ι. Μεταξάς υπέβαλε
στον Πρωθυπουργό υπόμνημα, εκθέτοντας τους λόγους για τους οποίους η εκστρατεία
ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.
            Μετά την παταγώδη αποτυχία της απόβασης, ο Βενιζέλος παραιτήθηκε,
βρισκόμενος πλέον σε τροχιά εμφανούς σύγκρουσης με τα ανάκτορα. Χάρη στις
προηγούμενες μεγάλες διπλωματικές επιτυχίες του, ο Βενιζέλος είχε αποκτήσει την
αίσθηση πως ήταν ο μόνος ικανός να φέρει εις πέρας τους εθνικούς στόχους. Οι
αντιθέσεις των δύο πλευρών ήταν πια έντονες και οδήγησαν τελικά στην ρήξη, με
επακόλουθα τα οποία θα δούμε σε επόμενο κεφάλαιο. Βεβαίως δεν μπορεί να
κατηγορηθεί κάποιος από τους δύο, για λανθασμένες ή προδοτικές κινήσεις, καθώς
αμφότεροι είχαν ως γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Εξ άλλου, ο ίδιος ο Βενιζέλο δήλωσε
στον Γ. Βεντήρη πως ο Βασιλέας, στις ιδιωτικές τους συνομιλίες, συμφωνούσε μαζί του,
ενώ το βάρος των διαφωνιών τους το έριχνε στους κύκλους του παλατιού. Δυστυχώς
και οι δύο αυτοί μεγάλοι ηγέτες αντί να ενώσουν τις δυνάμεις τους, σπατάλησαν
πολύτιμη ενέργεια σε μεταξύ τους συγκρούσεις.
           Στις εκλογές της 31ης Μαΐου, του 1915, επικράτησε με μεγάλη διαφορά το κόμμα
των Φιλελευθέρων του Βενιζέλου. Δύο περίπου μήνες αργότερα, μετά και την
αποκατάσταση της υγείας του Κωνσταντίνου, ορκίσθηκε η νέα κυβέρνηση. Ο Βενιζέλος
κράτησε και το υπουργείο εξωτερικών. Σε αυτό το χρονικό διάστημα φάνηκε πως οι
δύο ηγέτες απεκατέστησαν την μεταξύ τους επικοινωνία και ενότητα.
______________________________________________________________________
1.Διον. Α. Κόκκινου, ο.π., σελ. 1134

                              ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
               Η ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑΣ
       3.1 ΣΥΜΜΑΧΙΚΗ ΑΠΟΒΑΣΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
       Στις 8 Σεπτεμβρίου 1915 η Βουλγαρία κήρυξε επιστράτευση, προετοιμαζόμενη
για έξοδο στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Οι προσπάθειες
των συμμάχων να προσεταιριστούν, ή έστω να εξασφαλίσουν την ουδετερότητα των
Βουλγάρων, έπεσαν στο κενό, κυρίως λόγω της άρνησης παραχώρησης της Καβάλας
από τους Έλληνες. Η Ελληνική πλευρά, κατόπιν συμφωνίας Κωνσταντίνου και
Βενιζέλου, αποφάσισε να προβεί και αυτή σε επιστράτευση και σε αποστολή
στρατευμάτων στην Θεσσαλονίκη. Το σύμφωνο Σερβίας – Ελλάδος του 1913
προέβλεπε την ενίσχυση των ελληνικών δυνάμεων με 150.000 Σέρβους στρατιώτες, σε
περίπτωση Βουλγαρικής απειλής. Τα στρατεύματα αυτά ήταν αδύνατο να διατεθούν
εκείνη τη στιγμή, καθώς η Σερβία προσβαλλόταν κατά μέτωπο, από την Γερμανία και
την Αυστρία, ενώ κινδύνευε και από την πλευρά της Βουλγαρίας. Έτσι με σύμφωνη
απόφαση θρόνου και πρωθυπουργού η Ελλάδα βρέθηκε σε πολεμική ετοιμότητα. Στις
21 Σεπτεμβρίου η Γαλλία, με επιστολή του πρέσβη της προς την κυβέρνηση, ζητούσε τη
διέλευση συμμαχικών στρατευμάτων από τα ελληνικά εδάφη, προς ενίσχυση της
Σερβίας. Στην επιστολή μεταξύ άλλων τόνιζε το ελληνοσερβικό αμυντικό σύμφωνο και
την φιλική διάθεση της Ελλάδος προς τους συμμάχους, όπως πολλές φορές αυτή είχε
εκφρασθεί από τον Βενιζέλο. Παρά τις γνωστές του θέσεις, απέναντι στους συμμάχους,
ο   Βενιζέλος διαμαρτυρήθηκε για την πρόθεση παραβίασης της  ελληνικής
ουδετερότητας, χωρίς τη θέλησή της. Η διαμαρτυρία δεν ικανοποίησε την αντιπολίτευση
και μετά από διεξαγωγή ψηφοφορίας, ο πρωθυπουργός έχασε την εμπιστοσύνη του
κοινοβουλίου και παραιτήθηκε.
       Παρά τις εσωτερικές εξελίξεις, οι δυνάμεις της Entente κατέλαβαν την περιοχή
της Θεσσαλονίκης, στις 13 Οκτωβρίου 1915. Η νέα κυβέρνηση Ζαΐμη δεν κατάφερε να
εκμεταλλευθεί το τετελεσμένο αυτό γεγονός, παρ’ ότι δυτικόφιλος, και να οδηγήσει την
χώρα στο πλευρό των συμμάχων. Άλλωστε η ελληνοσερβική συνθήκη επέβαλε την
συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο και οποιαδήποτε πολιτική ερμηνεία της, προς το
αντίθετο, απλά έβλαπτε την αξιοπιστία της χώρας. Την κατάσταση δυσκόλεψε           η
αναστολή της προώθησης των συμμαχικών στρατευμάτων προς την Σερβία και η
παραμονή τους στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Αυτή η επιπλοκή δημιουργούσε
φόβους για μεταφορά του πολέμου σε ελληνικά εδάφη. H παραμονή των στρατευμάτων
στην χώρα, έδινε πάτημα στις Κεντρικές Αυτοκρατορίες, να προωθήσουν τις δυνάμεις
τους μέσα από τα ελληνικά σύνορα. Νέα αγγλική πρόταση για πολεμική έξοδο με
αντάλλαγμα την Κύπρο και την Θράκη δεν βρήκαν ανταπόκριση από τον Ζαΐμη. Για μια
ακόμα φορά καταψηφίστηκε η κυβέρνηση και ο Βασιλιάς διέλυσε το σώμα
προκηρύσσοντας εκλογές τον Δεκέμβρη. Η κρίση στο εσωτερικό αυξήθηκε και η
διάσταση βενιζελικών και βασιλικών δοκίμαζε πλέον την ενότητα της χώρας.
           3.2 Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
           Παρά τις ελληνικές αντιδράσεις, οι σύμμαχοι παραβίασαν και πάλι την
ουδετερότητα καταλαμβάνοντας την Κέρκυρα και μεταφέροντας τα δοκιμαζόμενα
σερβικά στρατεύματα (150.000 άνδρες) στο νησί, για ανασυγκρότηση. Παρά την
προσεκτική διατύπωση του αιτήματος, προς την κυβέρνηση και τις προσδοκίες των
συμμάχων, η κυβέρνηση Σκουλούδη αντέδρασε έντονα, ειδικά όταν έγινε γνωστό πως
στην Κέρκυρα υψώθηκε γαλλική σημαία και παύθηκαν οι αντιπρόσωποι των Kεντρικών
Aυτοκρατοριών. Και η συμμαχική αντίδραση όμως ήταν έντονη και ιδιαίτερα αιχμηρή
προς την Ελλάδα. Η Κέρκυρα τελούσε υπό ειδικό καθεστώς βάσει της συνθήκης του
Λονδίνου στις 29 Μαρτίου 1864, την οποία όμως είχε παραβιάσει η ελληνική πλευρά,
τοποθετώντας φρουρά στο νησί και επιβάλλοντας στρατιωτική θητεία στους κατοίκους1.
Με βάση την συνθήκη του 1864 οι σύμμαχοι μπορούσαν επίσης να επικαλεστούν
δικαιώματα ελέγχου της συνταγματικότητας της ελληνικής κυβέρνησης, κάνοντας πλέον
σαφή τη θέση τους να εφαρμόσουν την πολιτική τους παρά τις αντιδράσεις των
Αθηνών.
           Το νέο πρόβλημα των συμμάχων, ήταν ο τρόπος μεταφοράς των Σέρβων από
την Κέρκυρα στη Θεσσαλονίκη, ώστε να προωθηθούν στο μέτωπο εκ νέου.
Αποκλείοντας οποιοδήποτε άλλο τρόπο μεταφοράς ως επικίνδυνο ή εξαιρετικά
χρονοβόρο κατέληξαν πως έπρεπε δια θαλάσσης να μεταφερθούν στην Πάτρα και μετά
σιδηροδρομικώς στην Θεσσαλονίκη. Για τον σκοπό αυτό, απλώς ενημέρωσαν την
ελληνική κυβέρνηση για τις προθέσεις τους. Η απάντηση του Σκουλούδη ήταν άμεση και
κατηγορηματική. «Όχι κύριοι, το να μεταφερθούν 100.000 άνδρες σιδηροδρομικώς από
την Πάτρα στη Θεσσαλονίκη σημαίνει διακοπή, για μήνες, των επικοινωνιών όλης της
Ελλάδος, την εκκρεμότητα σε όλη την κοινωνική μας ζωή, την οικονομική, την πολιτική,
με μια λέξη την κατάλυση του κράτους2». Η ενέργεια αυτή θα σήμαινε ουσιαστικά την
έξοδο της Ελλάδας από την ουδετερότητα. Ο Σκουλούδης επεσήμανε επίσης τον
κίνδυνο για την υγεία του ελληνικού λαού, αφού τα σερβικά στρατεύματα μάστιζαν
επιδημίες. Η απώλεια Σέρβων στρατιωτών, λόγω της άρνησης της Ελλάδος να
διασχίσουν οι Σέρβοι την χώρα, θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στις ήδη δοκιμαζόμενες
______________________________________________________________________
1.Αρετή Τούντα – Φεργάδη, Θέματα Ελληνικής Διπλωματικής Ιστορίας 1912 – 1941, εκδ. Σιδέρης, σελ 97
2.Το ίδιο, σελ 98

σχέσεις των δύο χωρών. Η Σερβία προσπάθησε να πιέσει την ελληνική πλευρά για
συγκατάθεση, τονίζοντας τους κινδύνους που θα διέτρεχαν τα στρατεύματα,
ταξιδεύοντας δια θαλάσσης δεδομένου ότι τα γερμανικά υποβρύχια ήταν ιδιαίτερα
δραστήρια στην περιοχή. Οι πρεσβευτές των δυνάμεων της συνεννόησης επισκεφθήκαν
τον Σκουλούδη με σκοπό να τον πείσουν να αποσύρει την άρνησή του. Αντί αυτού ο
Σκουλούδης εξουσιοδότησε τον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι, Άθω Ρωμανό, να
μεταφέρει τις θέσεις της κυβέρνησης στον Γάλλο υπουργό εξωτερικών. Αυτός με τη
σειρά του θα έπειθε την γαλλική κυβέρνηση να παραιτηθεί από το σχέδιο μεταφοράς
των Σέρβων στρατιωτών, μέσω του ελληνικού εδάφους.
       Η στάση του Σκουλούδη δεν ήταν αβάσιμη. Το σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας
ήταν μονής κατεύθυνσης και δεν μπορούσε να σηκώσει μεγάλα φορτία. Ακόμα και οι
ελληνικές αμαξοστοιχίες κινούνταν περιορισμένα. Δεν μπορούσε συνεπώς να
εξασφαλισθεί η απρόσκοπτη, έγκαιρη και ασφαλής μεταφορά που επιθυμούσαν οι
σύμμαχοι. Υπολογιζόταν επίσης πως όλη η διαδικασία θα διαρκούσε πάνω από δύο
μήνες, με επακόλουθο σοβαρά προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας. Ένας άλλος
κίνδυνος ήταν η θέση των Γερμανών στο ζήτημα. Αν η Ελλάδα επέτρεπε τη μεταφορά
και διέθετε τα μέσα, θα ήταν παραβίαση ουδετερότητας από την ίδια την Ελλάδα, με
αποτέλεσμα την ρήξη με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες. Την άρνηση του πρωθυπουργού
υπαγόρευσε και άλλο ένα σοβαρότατο γεγονός. Την 25η Μαρτίου 1916 συμμαχικά
πολεμικά πλοία απέκλεισαν την Κεφαλονιά και αποβίβασαν στρατεύματα στο
Αργοστόλι, καταπατώντας για μια ακόμα φορά την ουδετερότητα της χώρας.
Ακολούθησε εντονότατη διαμαρτυρία από τον Σκουλούδη και αποκλείστηκε          κάθε
πιθανότητα συνεργασίας κάτω από αυτές τις συνθήκες. Ήταν παραπάνω από φανερό
πως οι σύμμαχοι προσπαθούσαν να εκβιάσουν την έξοδο των Ελλήνων στον πόλεμο.
Προς αυτό τον σκοπό οι Γάλλοι ζήτησαν από την Αγγλία λήψη οικονομικών μέτρων
κατά της Ελλάδας και τον περιορισμό των εισαγωγών. Αυτό βέβαια ερχόταν σε αντίθεση
με τη φήμη πως η Γαλλία είχε υποσχεθεί δάνειο στην Ελλάδα. Το γεγονός αυτό είχε
δυσαρεστήσει τον Βενιζέλο, στον οποίο είχαν αρνηθεί την οικονομική βοήθεια, ένα
περίπου χρόνο νωρίτερα. Ο ίδιος μάλιστα απευθυνόμενος στο υπουργείο εξωτερικών
της Γαλλίας (Κε Ντ’ Ορσέ), υποστήριξε πως η έγκριση του δανείου θα έδειχνε στον
ελληνικό λαό πως η Γαλλία προτιμούσε την ουδέτερη πολιτική του Σκουλούδη από την
δική του φιλοσυμμαχική πολιτική. Πάντως οι Άγγλοι φοβούμενοι αντίθετα αποτελέσματα
εξέτασαν το ενδεχόμενο προκαταβολής δανείου προς την Ελλάδα. Επειδή ο
Σκουλούδης     είχε ήδη πάρει προκαταβολή σαράντα χιλιάδων μάρκων από την
Γερμανία, δεν προχώρησε σε διαπραγματεύσεις με την Αγγλία. Η συμφωνία με τους
Γερμανούς ήταν μυστική και για αυτό κατηγορήθηκε αργότερα για απιστία κατά του
κράτους.
         Παρά τις γαλλικές αντιδράσεις, το ζήτημα της μεταφοράς διευθετήθηκε με
συμφωνία Άγγλων, Ρώσων, και Σκουλούδη, να πραγματοποιηθεί η μεταφορά δια
θαλάσσης μέσω του ισθμού της Κορίνθου και των στενών της Εύβοιας. Αυτό θα μείωνε
τους κινδύνους του ταξιδιού και θα συντόμευε κατά πολύ το χρόνο μεταφοράς. Οι
δυνάμεις των συμμάχων ωστόσο, κατέστησαν τον Κωνσταντίνο προσωπικά υπεύθυνο
για την ασφάλεια των Σέρβων στρατιωτών. Ακόμα και ο πνιγμός ενός και μόνου
στρατιώτη θα ήταν αιτία πολέμου1. Προφανώς πίεζαν τον βασιλιά να μεσολαβήσει ώστε
τα γερμανικά υποβρύχια να μην ενοχλήσουν τον συμμαχικό στόλο.
         Το θέμα της μεταφοράς απασχόλησε ιδιαίτερα τον ελληνικό τύπο και έγινε ένα
ακόμα σκαλοπάτι της αντιπαράθεσης βασιλικών και βενιζελικών. Ειδικά με την αποχή
του κόμματος των φιλελευθέρων από την τελευταία εκλογική διαδικασία, η κατάσταση
είχε οξυνθεί. Η αποχή του Βενιζέλου από τις εκλογές του Δεκεμβρίου ήταν μια
διαμαρτυρία για τον αντισυνταγματικό τρόπο με τον οποίο ο Κωνσταντίνος διέλυσε τη
βουλή. Καθώς δεν υπήρχε η δυνατότητα ελέγχου της εξωτερικής πολιτικής, έστω και
από την πλευρά της αντιπολίτευσης, ο Βενιζέλος άλλαξε τις μεθόδους δράσης στο
επίπεδο της κοινής γνώμης. Οι μέχρι τώρα πολιτικές αντιθέσεις οδηγούνταν πια σε άλλο
επίπεδο, αυτό της διάσπασης της εθνικής ενότητας. Οι συνεχείς εκλογικές μάχες του
παρελθόντος, η εμμονή του κάθε ηγέτη στις δικές του θέσεις και η άρνηση όλων των
πολιτικών παραγόντων να σχεδιάσουν από κοινού και πάνω σε ρεαλιστική βάση, τα
προσεκτικά βήματα που έπρεπε να εκτελεστούν, σε διπλωματικό επίπεδο, οδήγησαν
στην απώλεια αξιοπιστίας της χώρας και τελικά στην καταπάτηση, τόσο της
ουδετερότητας της, όσο και στην παραβίαση αυτής της ίδιας της κυριαρχίας εδαφών
της.
         3.3 ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ ΣΤΗΝ ΚΑΒΑΛΑ
         Η παραβίαση της ουδετερότητας από πλευράς συμμάχων δεν εξαντλείται στα
παραπάνω επεισόδια. Ήταν όμως χαρακτηριστικά, όπως χαρακτηριστικός ήταν και ο
τρόπος αντίδρασης της ελληνικής πλευράς. Ήταν φανερό πως οι σύμμαχοι δεν είχαν
σκοπό να σεβαστούν την επιθυμία της Ελλάδας να παραμείνει ουδέτερη και
ενθαρρύνθηκαν από τη εσωτερική ανακολουθία. Με την κατάληψη της Λήμνου στις 16
Ιουλίου 1915, την κατάληψη της Μήλου μερικούς μήνες αργότερα και του Καστελόριζου
στις αρχές του Δεκέμβρη, αφενός προσπαθούσαν να εκβιάσουν την έξοδο της Ελλάδας
στον πόλεμο, αφετέρου να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την σταθεροποίηση
______________________________________________________________________
1.Αρετή Τούντα – Φεργάδη, ο.π., σελ104

του βαλκανικού μετώπου και τον έλεγχο του Αιγαίου πελάγους. Φυσικά και οι Kεντρικές
Aυτοκρατορίες δεν έμειναν πίσω, στην παραβίαση της ελληνικής ουδετερότητας.
Οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν το οχυρό Ρούπελ, ως αντίδραση στις κινήσεις του
Στρατηγού Σαράιγ και των γαλλικών στρατευμάτων στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Με
την ίδια δικαιολογία τα Βουλγαρικά στρατεύματα μπήκαν στα ελληνικά εδάφη,
φτάνοντας στην Καβάλα και την κατέλαβαν. Ειδικά μετά την αναίμακτη παράδοση του
Ρούπελ οι σύμμαχοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα μέσω του Γάλλου πρέσβη στην Αθήνα,
καθώς πίστευαν πως ήταν προϊόν μυστικής συμφωνίας μεταξύ Βερολίνου και Αθήνας.
Βεβαίως, ήταν πράξη αντίθετη προς την ευμενή ουδετερότητα που είχε υποσχεθεί η
ελληνική κυβέρνηση προς την συμμαχία. Με διακοίνωση τους μάλιστα ζητούσαν την
αποχώρηση της κυβέρνησης, τη διάλυση της Βουλής και την αποστρατεία του συνόλου
των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Επίσης διατηρούσαν σε ετοιμότητα το στόλο
προκειμένου να επιβάλουν την εφαρμογή των παραπάνω όρων1.
           Την Συμμαχική διακοίνωση ακολούθησε η παραίτηση του Σκουλούδη και ο
Ζαΐμης ανέλαβε ξανά καθήκοντα πρωθυπουργού. Σε μια προσπάθεια να εξομαλύνει τις
φιλικές σχέσεις με την Entente, διέταξε γενική αποστρατεία, ενώ προέβη και σε άλλες
παραχωρήσεις. Παράλληλα επεδίωξε την συμφιλίωση Κωνσταντίνου και Βενιζέλου, με
τελικό σκοπό την διενέργεια εκλογών με την συμμετοχή των Φιλελευθέρων. Η
προσπάθεια αυτή βρήκε εμπόδιο στους «συλλόγους των επιστράτων», οι οποίοι πιστοί
στον Βασιλιά ήταν και αντίθετοι στην έξοδο στον πόλεμο στο πλευρό της Entente2. Την
ίδια εποχή οι Κεντρικές Δυνάμεις, φοβούμενες προσβολή από τις Συμμαχικές δυνάμεις
της Μακεδονίας, προώθησαν βουλγαρικά στρατεύματα στην ανατολική Μακεδονία, τα
οποία κατέλαβαν όπως είδαμε και προηγουμένως την Καβάλα. Όσα ελληνικά
στρατιωτικά τμήματα έδρευαν στην περιοχή αδυνατούσαν να αποτρέψουν την
κατάληψη, αφού λόγω της πρόσφατης αποστρατείας δεν διέθεταν επαρκείς δυνάμεις.
Αν και ο Διοικητής του Δ’ Σώματος Στρατού ζήτησε την άμεση επιστράτευση σειρών
από την περιοχή (κατόπιν αιτήσεως των ιδίων) προκειμένου να αντιμετωπίσει την
προέλαση των Βουλγάρων, οι διαταγές της Αθήνας απαγόρευαν οποιαδήποτε εμπλοκή.
Ο Ζαΐμης φοβόταν, πως οποιαδήποτε ενέργεια κατά των Βουλγάρων ήταν
καταδικασμένη και θα επέσυρε αντίποινα στους κατοίκους των περιοχών. Εξάλλου δεν
ήθελε να προκαλέσει τις Κεντρικές Δυνάμεις. Ωστόσο ελληνικά τμήματα αποκομμένα
από τους Βούλγαρους κατάφεραν να σπάσουν τον κλοιό και προσπάθησαν να
καταφύγουν προς την παλαιά Ελλάδα. Οι Συμμαχικές δυνάμεις όμως, επέβαλλαν την
_____________________________________________________________________
1.Διον. Α. Κόκκινου, ο.π., σελ. 1183
2.Το ίδιο, σελ. 1186

προώθηση προς την Θεσσαλονίκη, όπου εν τω μεταξύ είχε ξεσπάσει το κίνημα της
Εθνικής Αμύνης. Το Δ’ σώμα στρατού αρνούμενο να κινηθεί προς την Θεσσαλονίκη
υποχρεώθηκε τελικά να οδηγηθεί στο Γκέρλιτζ της Γερμανίας θεωρούμενο ως
φιλοξενούμενο του γερμανικού στρατού. Πρέπει να σημειωθεί πως οι διαβεβαιώσεις των
Γερμανών, για την φιλική μεταχείριση των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας,
διαψεύσθηκαν πλήρως από τις ωμότητες που έπραξαν τα βουλγαρικά στρατεύματα.
Κατόπιν έρευνας, διεθνούς εξεταστικής επιτροπής μετά τον πόλεμο, διαπιστώθηκε πως
30.000 άνθρωποι πέθαναν, 42.000 απήγαγαν βιαίως οι Βούλγαροι, 12.000 άνθρωποι
πήγαν οικιοθελώς στην Βουλγαρία για να μην πεθάνουν από την πείνα και 12.000
Έλληνες πέθαναν στην Βουλγαρία από την πείνα και άλλες στερήσεις1.
_____________________________________________________________________
1.Αρετή Τούντα – Φεργάδη, ο.π., σελ. 118

                                  ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
                          Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
        4.1 Η ΔΙΧΟΤΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
        Την προέλαση των βουλγαρικών δυνάμεων, στη ανατολική Μακεδονία,
ακολούθησε το κίνημα της 11ης Μεραρχίας, υπό τον Συνταγματάρχη Ζυμπρακάκη στην
Θεσσαλονίκη, με σκοπό την προσβολή των βουλγαρικών δυνάμεων. Από την πλευρά
των βασιλικών οργανώθηκε η παραστρατιωτική οργάνωση «σύνδεσμος των
επιστράτων». Και οι δύο αντίπαλες εσωτερικά παρατάξεις, είχαν πλέον ένοπλα τμήματα
και ο κίνδυνος εμφύλιας σύγκρουσης ήταν ορατός.
        Η Entente, αν και είχε δεχτεί ευνοϊκά την πρόθεση του Ζαΐμη για ένταξη στη
συμμαχία, ενθαρυμμένη από μεγάλη μάζα του ελληνικού πληθυσμού και εισηγήσεων
της στρατιωτικής ηγεσίας εξακολούθησε την πολιτική των παρεμβάσεων. Η απόβαση
αγήματος Γάλλων στρατιωτών στον Πειραιά και η κατάληψη ταχυδρομείων και
τηλεγραφείων προκάλεσε συγκρούσεις με ένοπλα τμήματα των «επιστράτων». Οι
αντιπρόσωποι των συμμάχων επέβαλλαν την απέλαση των συνεργατών των Κεντρικών
Δυνάμεων. Η κυβέρνηση αδυνατώντας να διαχειριστεί την κρίση παραιτήθηκε στις 11
Σεπτεμβρίου του 1916. Η κατάσταση έγινε ακόμα πιο δύσκολη όταν γνωστοποιήθηκε η
διαταγή προς τον Σωματάρχη του Δ’ Σώματος , Στρατηγό Χατζόπουλο, να παραδώσει
την Καβάλα χωρίς αντίσταση.
        Η είσοδος των βουλγάρικών στρατευμάτων και η κατάληψη εδαφών, που
πάντοτε διεκδικούσε η Βουλγαρία, σε συνδυασμό με τις βιαιοπραγίες που αναφέρθηκαν
στο προηγούμενο κεφάλαιο, διέγειραν το ελληνικό εθνικό φρόνιμα. Η βενιζελική
πρόταση για ενεργό συμμετοχή με το μέρος της Εγκάρδιας Συνεννόησης, εναντίον
Βουλγάρων και Τούρκων, φαινόταν πιο ρεαλιστική και εγγύτερη στις εθνικές επιδιώξεις.
Ο Βενιζέλος δεν άφησε την ευκαιρία να ξεφύγει. Στις 26 Σεπτεμβρίου μεταβαίνει μυστικά
στην Κρήτη και στη συνέχεια μέσω Μυτιλήνης καταπλέει στην Θεσσαλονίκη, όπου με
τον Ναύαρχο Κουντουριώτη και τον Στρατηγό Δαγκλή, σχηματίζουν στις 5 Οκτωβρίου,
την κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας1.
     Την απόφαση του Βενιζέλου για την παραπάνω κίνηση, πολλοί έχουν χαρακτηρίσει
τυχοδιωκτική, προδοτική, ακόμα και αντεθνική. Ωστόσο η συνεχόμενη κρίση και η
αδυναμία της βασιλικής πλευράς να αξιολογήσει σωστά τη διαμορφωμένη κατάσταση,
επέβαλλαν τη λήψη δραστικών μέτρων, προκειμένου να βγει η χώρα από το
______________________________________________________________________
1.Κων/νος Σβολόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική 1900 -1945, βιβλιοπωλείο της Εστίας, τόμος 1, σελ 127

αδιέξοδο και να διεκδικήσει πάλι τον ιστορικό της ρόλο. Το πρώτο βήμα για να οδηγηθεί
 ο Βενιζέλος στην δημιουργία της Εθνικής Αμύνης, είχε γίνει με την διάλυση της Βουλής
από τον Κωνσταντίνο, στο τέλος του 1915 και την αποχή των φιλελευθέρων από τις
εκλογές του Δεκεμβρίου. Αν και θα περίμενε κάποιος, πιο άμεσες ενέργειες από τον
Βενιζέλο, εν τούτοις οι συνθήκες δεν ήταν ακόμα ώριμες. Εξάλλου δεν υπήρχε και η
συμμαχική επίσημη υποστήριξη για ένα τέτοιο εγχείρημα. Ως εγγυήτριες δυνάμεις για
την συνταγματική τάξη στην Ελλάδα δεν ήταν συμβατό να ενθαρρύνουν την, με
επαναστατικό τρόπο, εκθρόνιση του Βασιλιά, όσο και αν το επιθυμούσαν1.
         Ακόμα και μετά την αναγνώριση της κυβέρνησης Εθνικής Άμυνας, από την
Entente, με την αποστολή εθνικών αντιπροσώπων και την παροχή οικονομικής και
υλικής βοήθειας, οι Σύμμαχοι επεδίωξαν την επανένωση της Ελλάδας προσπαθώντας
να πετύχουν πλήρη συνεργασία του Κωνσταντίνου. Αυτό οφείλεται στο ό,τι
προτιμούσαν σύσσωμο το ελληνικό έθνος να μετάσχει οικιοθελώς στον πολεμικό
αγώνα, παρά ένα διχασμένο ελληνικό κράτος.
         Ο Κωνσταντίνος κάτω από το βάρος των καταστάσεων έγινε περισσότερο
διαλλακτικός κάνοντας νέες υποχωρήσεις προς τους συμμάχους, με αντάλλαγμα την
ουδετερότητα της χώρας. Υποσχέθηκε αποχώρηση του στρατού από την Θεσσαλία,
παράδοση μεγάλου μέρους του στρατιωτικού υλικού. Επίσης έδινε την δυνατότητα σε
στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων να ενταχθούν στις τάξεις του επαναστατικού στρατού
της Εθνικής Άμυνας, αρκεί πρώτα να δήλωναν παραίτηση από τις ελληνικές Ένοπλες
Δυνάμεις. Οι παραχωρήσεις του Κωνσταντίνου δεν ικανοποιούσαν πλήρως τους
συμμάχους, έτσι συνέχισαν τις πιέσεις προς την Αθήνα δίνοντας την συγκατάθεση τους
για επιχειρήσεις της Εθνικής Άμυνας στην περιοχή της Κατερίνης. Παράλληλα ο
Ναύαρχος Φουρνέ ζήτησε την παράδοση σημαντικού πολεμικού υλικού, σαν
αντιστάθμισμα, για το υλικό που δέσμευσαν οι Γερμανοί και Βούλγαροι στο Ρούπελ και
την Καβάλα, με τη υποχρέωση να πληρωθούν τα υλικά με την λήξη του πολέμου. Για
μια ακόμα φορά δεν υπήρχαν εγγυήσεις ουδετερότητας και ακεραιότητας του κράτους
και έτσι δεν επιτεύχθηκε συμφωνία.
         Στις 21 Νοεμβρίου 1916 με τελεσίγραφο προς την ελληνική κυβέρνηση, οι
σύμμαχοι ζήτησαν πλήρη και άμεση ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Σε διαφορετική
περίπτωση, με τη λήξη της προθεσμίας την 1η Δεκεμβρίου θα προέβαιναν σε
στρατιωτικά μέτρα. Η άρνηση, της κυβέρνησης, είχε σαν αποτέλεσμα 1200 άνδρες του
συμμαχικού στόλου να αποβιβασθούν στο Φάληρο και να προωθηθούν προς την
Αθήνα. Ένοπλες ομάδες του Συνδέσμου Επιστράτων πρόβαλαν έντονη αντίσταση.
______________________________________________________________________
1.Κων/νος Σβολόπουλος, ο.π., σελ 128

Παρά τον ναυτικό βομβαρδισμό το άγημα αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Σε νέο
τελεσίγραφο, ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να αποδεχτεί όλες τις συμμαχικές
απαιτήσεις, με αντάλλαγμα την εγγύηση απαγόρευσης κίνησης του στρατού της Εθνικής
Άμυνας προς το νότο. Ο Κωνσταντίνος είχε ήδη χάσει την εκτίμηση μεγάλου μέρους τη
κοινής γνώμης, αντίθετα με τον Βενιζέλο που ισχυροποιούσε τη θέση του, έχοντας
εκτιμήσει σωστά την εξέλιξη των γεγονότων στη διεθνή σκακιέρα. Στις 29 Νοεμβρίου η
κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας κήρυξε πόλεμο στην Γερμανία και την Βουλγαρία. Ο
στρατός που είχε στη διάθεσή της ήταν 20.000 άνδρες με δυνατότητα ενίσχυσης από τις
περιοχές που θα εντάσσονταν στο κράτος της Θεσσαλονίκης. Πράγματι, με τη βοήθεια
του συμμαχικού στρατού τα νησιά του Αιγαίου, στην πλειοψηφία τους, αποσχίσθηκαν
από το κράτος της παλαιάς Ελλάδας, προσχωρώντας στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Οι
σύμμαχοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην διαδικασία, καθώς επιθυμούσαν αποδοχή της
κυβέρνησης Εθνικής Άμυνας, αποφεύγοντας ταυτόχρονα την κλιμάκωση της
εσωτερικής έντασης σε εμφύλια σύγκρουση.
         4.2. Η ΕΠΑΝΕΝΩΣΗ
         Η εξέλιξη της ιστορίας εξαρτάται από τις συνεχείς μεταβαλλόμενες καταστάσεις.
Ο Βενιζέλος πάνω σ’ αυτό στήριξε την εξωτερική πολιτική του, δείχνοντας εξαιρετική
οξυδέρκεια. Όποιος λειτουργεί ενεργητικά προβλέποντας την εξέλιξη των πραγμάτων
όσο γίνεται νωρίτερα, εκμεταλλευόμενος τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται, πετυχαίνει
ευκολότερα και τους στόχους του. Στην προκειμένη περίπτωση ο Βενιζέλος είχε
προβλέψει την εξέλιξη των βασικών γεγονότων και εκβίασε τις καταστάσεις πολλές
φορές, με τέτοιο τρόπο, ώστε επιτευχθούν οι εθνικοί στόχοι, έστω και αν το τίμημα ήταν
η ρήξη με το παλάτι. Ο ίδιος αρνούνταν το δικαίωμα του στέμματος να παραγνωρίζει
την, δια του εκλεγμένου αντιπρόσωπου της, λαϊκή θέληση με την αιτιολογία πως είναι
υπόλογος έναντι του Θεού1. Στη διεθνή σκακιέρα οι κινήσεις ευνοούσαν την πολιτική
Βενιζέλου σε αντίθεση με τις θέσεις του παλατιού. Η έτσι κι αλλιώς ευνοϊκή στάση της
Entente προς την κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας, ενισχύθηκε από την κατάρρευση της
Ρουμανίας και την επακόλουθη αποσταθεροποίηση του βαλκανικού μετώπου. Οι
σύμμαχοι δεν είχαν πλέον ανάγκη την ελληνική ευμενή ουδετερότητα, αλλά την πλήρη
υποστήριξη της χώρας, με όλα τα μέσα.
            Η πίεση ενίσχυσης του βαλκανικού μετώπου οδήγησε του συμμάχους, με
πρωτοβουλία του νέου Γάλλου πρωθυπουργού, Ριμπώ, να αναθέσουν στον Γάλλο
γερουσιαστή Ζοννάρ να ζητήσει την παραίτηση του Κωνσταντίνου. Η αιτιολογία που
_____________________________________________________________________
1.Αρετή Τούντα – Φεργάδη, ο.π., σελ122

δόθηκε, ήταν η παραβίαση των αρχών του πολιτεύματος. Ο Κωνσταντίνος θα όριζε
διάδοχο έναν από τους υιούς του, ενώ μη συμμόρφωση με τις αξιώσεις της Entente θα
έδινε δικαίωμα στους συμμάχους να επιβάλλουν τους όρους ακόμα και με χρήση βίας.
         Στις 11 Ιουνίου παραδόθηκε το τελεσίγραφο στον Ζαΐμη με διορία 24 ωρών.
Ταυτόχρονα οι συμμαχικές δυνάμεις κατέλαβαν την Ελασσόνα και τον Ισθμό της
Κορίνθου. Κάτω από το βάρος των περιστάσεων, ο Κωνσταντίνος επέλεξε την
αποχώρηση, ορίζοντας διάδοχο τον δευτερότοκο υιό του Αλέξανδρο, χωρίς όμως ο
ίδιος να παραιτηθεί. Στις 15 Ιουνίου αναχώρησε για το εξωτερικό, επιβιβαζόμενος σε
σκάφος στον Ωροπό. Η σιωπηλή αποχώρηση βοήθησε στην διατήρηση της τάξης στην
χώρα, καθώς μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης είχε προσβληθεί, από την παρέμβαση
των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας.
         Μόνος ισχυρός πλέον στην χώρα ήταν ο Βενιζέλος. Η αδυναμία όμως επίτευξης
συμφωνίας με τον Ζαΐμη, για την επανένωση της χώρας, τον οδήγησε στην απόφαση να
αναλάβει την εξουσία με τη βοήθεια ξένων στρατευμάτων. Η νέα κυβέρνηση κήρυξε
αμέσως πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις, επέβαλλε στη χώρα στρατιωτικό νόμο,
ανέστειλε διατάξεις του συντάγματος και εξόρισε     κορυφαία στελέχη της βασιλικής
παράταξης στην Κορσική, ενώ άλλους τους υποχρέωσε σε περιορισμό. Αυτές οι
διαδικασίες έρχονταν σε αντίθεση με τις βεβαιώσεις του Ζοννάρ για αποκατάσταση της
συνταγματικής νομιμότητας. Η άποψη πως τα μέτρα αυτά ήταν αναγκαία, για να
επανέλθει η σταθερότητα στη χώρα, έχει ακόμα και σήμερα υπερασπιστές και
αντίπαλους. Σίγουρα η κυβέρνηση Βενιζέλου, τη δεδομένη χρονική στιγμή, λειτούργησε
εκτός συνταγματικών ορίων, αρκετές φορές αν όχι τις περισσότερες. Σίγουρα αν η χώρα
δεν βρίσκονταν σε έντονη κρίση και πολιτικό αδιέξοδο, θα καταλήγαμε εύλογα στο
συμπέρασμα να καταδικάσουμε τις ακολουθούμενες πολιτικές. Κάτω, όμως, από τις
καταστάσεις που αντιμετώπιζε η χώρα, τόσο σε διεθνές όσο και σε εσωτερικό επίπεδο,
θα πρέπει να εστιάσουμε στο εάν αυτές βοήθησαν στην επαναφορά της ομαλότητας και
την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
         Οι διώξεις και ο αυταρχισμός της κυβέρνησης όξυνε τις σχέσεις βενιζελικών και
βασιλικών, ενώ η χώρα εμπλέκονταν σε μια πολεμική προσπάθεια που απαιτούσε
εθνική ομοψυχία. Την κατάσταση δυσκόλευε και η προώθηση της αντιβενιζελικής
προπαγάνδας από τους γερμανικούς μηχανισμούς. Οι Γερμανοί αποσκοπούσαν στην
αποδυνάμωση ή την αποτυχία της πολεμικής προσπάθειας εναντίον των Κεντρικών
Δυνάμεων. Από την άλλη πλευρά όμως, δεν υποστήριζαν την επάνοδο του
Κωνσταντίνου1. Η κυβέρνηση της Γερμανίας, παρά τις προσπάθειες του Κωνσταντίνου
______________________________________________________________________
1.Κων/νος Σβολόπουλος,ο.π., σελ 134

προτιμούσε να μην έρθει σε σύγκρουση με την Βουλγαρία, αφού η στήριξη στον
έκπτωτο Βασιλέα θα συνεπαγόταν αναγνώριση και εγγύηση εδαφικής ακεραιότητας. Η
Βουλγαρία τότε θα έπρεπε να αποχωρήσει από την ήδη κατακτημένη ανατολική
Μακεδονία.
           Ο Βενιζέλος εκτός από τα προβλήματα στο εσωτερικό μέτωπο, είχε να
αντιμετωπίσει και την αντιδραστική στάση της Ιταλίας1 και της Ρωσίας, στο ζήτημα της
εκθρόνισης. Οι πρέσβεις και των δύο χωρών προσπάθησαν να μεταπείσουν τον
Ζοννάρ πριν επιδώσει το τελεσίγραφο στον Ζαΐμη2. Αιτία για αυτή τη στάση ήταν ο
ίδιος ο Βενιζέλος, ο οποίος ως μόνος πόλος εξουσίας, στην Ελλάδα, θα ήταν αρκετά
δυνατός, ώστε να διεκδικήσει αποτελεσματικά όσα εδάφη επέβαλλαν οι εθνικοί στόχοι.
Οι διεκδικήσεις αυτές ήταν και ο λόγος για τον οποίο επιθυμούσε τόσο πολύ την
πολεμική έξοδο της χώρας, πιστεύοντας στην καταλληλότητα της διεθνούς συγκυρίας. Η
Ιταλία εποφθαλμιούσε τη Βόρεια Ήπειρο και τη διατήρηση του ελέγχου στα
Δωδεκάνησα, ενώ η Ρωσία επιθυμούσε τον έλεγχο των στενών. Η Ελλάδα εάν τελικά
εξασφάλιζε τα παραπάνω εδάφη, ως ανταμοιβή για την πολεμική της προσπάθεια, θα
ήταν η νέα περιφερειακή δύναμη στην περιοχή, ελαττώνοντας την ρωσική και Ιταλική
επηροή. Ήταν ζωτικής σημασίας και για τις δύο αυτές δυνάμεις, να μην υπάρχει ισχυρός
πόλος εξωτερικής πολιτικής στην Ελλάδα. Η ήττα των Ιταλών στο Καπορέτο και η
γερμανοσοβιετική συνθήκη (Μπρεστ Λιτόφσκ) μετά τη ρωσική κατάρρευση,
υποβάθμισαν τις αντιδράσεις τους, χωρίς αυτό να σημαίνει εγκατέλειψαν τα σχέδιά
τους.
______________________________________________________________________
1. Η Ιταλία παρά το σύμφωνο συμμαχίας με την Γερμανία, κήρυξε πόλεμο στις Κεντρικές Αυτοκρατορίες στις 23 Μαΐου 1915, μετά
από πακέτο προσφορών της Entente, που περιλάμβαναν περιοχές της Αλβανίας αλλά και τα Δωδεκάνησα.
2.Διον. Α. Κόκκινου, ο.π., σελ. 1220

                            ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
                          ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
       5.1. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ
       Παρά την έξοδο της χώρας στον πόλεμο, η απαιτούμενη οικονομική ενίσχυση,
από την Entente, δεν ήρθε, παρά μόνο στο τέλος του 1917 και τη συμμετοχή των
ελληνικών δυνάμεων στις επιχειρήσεις του βαλκανικού μετώπου. Επίσης, οι σύμμαχοι,
εξακολουθούσαν να αποφεύγουν την ρητή εγγύηση της ελληνικής εδαφικής
ακεραιότητας, και την εκπλήρωση των αλυτρωτικών αιτημάτων της χώρας. Παρά τις
προφορικές διαβεβαιώσεις τους, ήταν εύλογο να ενισχυθούν οι εσωτερικές αντιδράσεις
και το κλίμα ανησυχίας και αβεβαιότητας. Επιπλέον είχε ανακύψει και νέο πρόβλημα.
Μετά από τρία χρόνια πολέμου, οι σύμμαχοι φαίνονταν διατεθειμένοι να προβούν σε
παραχωρήσεις προς τη Σόφια, προκειμένου να την αποσπάσουν από τον αντίπαλο
συνασπισμό. Αυτός ο κίνδυνος έγινε ακόμα πιο απειλητικός για την Ελλάδα όταν τον
Αύγουστο του 1918 αντικαταστάθηκε ο γερμανόφιλος πρωθυπουργός της Βουλγαρίας
Ραντοσλάβωφ ,από τον, φιλικά προσκείμενο στην Entente, Μαλίνωφ. Παρά τις
αντιδράσεις των Αθηνών του Βουκουρεστίου και του Βελιγραδίου, η ιδέα δημιουργίας
αυτόνομης Μακεδονίας αποτελούσε σοβαρό αντικείμενο διαβουλεύσεων,
υποστηριζόμενο από την δυτική Ευρώπη και από την Αμερική. Ο κίνδυνος εξαλείφθηκε
από την γενική επίθεση που εξαπέλυσαν οι σύμμαχοι με τη συμμετοχή και συμβολή
ελληνικών δυνάμεων. Η επιτυχία της επίθεσης στις 15 Σεπτεμβρίου οδήγησε στην
διάσπαση του γερμανοβουλγαρικού μετώπου και τελικά στην συνθηκολόγηση της
Βουλγαρίας στις 29 του ίδιου μήνα. Η Βουλγαρία δεν ήταν πια σε θέση να ζητήσει
τίποτα.
       Τον τελευταίο χρόνο του πολέμου οι πλήρως συγκροτημένες μονάδες του
Ελληνικού Στρατού, προσέφεραν σημαντικότατο έργο στην επιτυχή διεξαγωγή των
πολεμικών επιχειρήσεων. Ακόμα και πριν την επαναστατική κίνηση της τριανδρίας
(Βενιζέλου, Κουντουριώτη και Δαγκλή), μεμονωμένα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων
συμμετείχαν εθελοντικά στις επιχειρήσεις του μακεδονικού μετώπου, κάνοντας αισθητή
την παρουσία του Ελληνικού Στρατού. Ειδικά η αποφασιστική συμβολή τους στην μάχη
του Σκρα στις 30 Μαΐου απεκατέστησε το κύρος και την εμπιστοσύνη προς τα ελληνικά
στρατεύματα και ενθάρρυνε τους συμμάχους για τον προγραμματισμό της γενικής
επίθεσης του Σεπτεμβρίου. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, η δύναμη των ελληνικών
μονάδων αναλογούσε στο 34% των συμμαχικών στρατευμάτων. Η συμμετοχή των
ελληνικών όπλων στην έκβαση της τελικής νίκης ήταν καθοριστική.

       Με τη συνθηκολόγηση της, στη Θεσσαλονίκη, η Βουλγαρία, αναγκάστηκε να
αποχωρήσει από όλα τα ελληνικά και σερβικά εδάφη, να κηρύξει αποστράτευση, να
παραδώσει το πολεμικό της υλικό στους συμμάχους και να παραχωρήσει τον έλεγχο
του σιδηροδρομικού της δικτύου. Επίσης, επέτρεπε την χρήση των εδαφών της από τα
συμμαχικά στρατεύματα μέχρι τον τερματισμό του πολέμου, ενώ τα γερμανοαυστριακά
στρατεύματα έπρεπε να αποχωρήσουν από τα βουλγαρικά εδάφη. Ένα μήνα αργότερα
στις 30 Οκτωβρίου συνθηκολόγησε η Τουρκία, στο Μούδρο της Λήμνου. Με τη συνθήκη
η Τουρκία αναγκάστηκε σε αποστράτευση, παράδοση του ελέγχου των στενών και του
Βοσπόρου, τον έλεγχο του σιδηροδρομικού της δικτύου και άλλων στρατηγικών
θέσεων. Στα τέλη του Νοεμβρίου ήταν η σειρά της Γερμανίας να παραδεχτεί την
επικράτηση των δυνάμεων της Συνεννόησης και να προχωρήσει σε συνθηκολόγηση.
        Η, με δραστικές μεθόδους του Βενιζέλου, ένταξη της Ελλάδας στο πλευρό των
Συμμάχων, έστω και ενάμιση χρόνο πριν το τέλος του τετραετούς πολέμου, φαίνεται εκ
του αποτελέσματος δικαιωμένη. Η Ελλάδα κέρδισε το δικαίωμα να καθίσει στο τραπέζι
των διπλωματικών διαπραγματεύσεων με το μέρος των νικητών. Αντίθετα, οι αντίπαλοι
της χώρας, στις αλυτρωτικές της διεκδικήσεις, βρίσκονταν στο στρατόπεδο των
ηττημένων. Σε προηγούμενες σελίδες είδαμε πολλούς παράγοντες που επηρέασαν την
τελική έκβαση. Δεν μπορούμε να ξέρουμε ποια θα ήταν η τροπή της ιστορίας, αν η
Ελλάδα είχε ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο. Η προσέγγιση ενός πιθανού διαφορετικού
αποτελέσματος, είναι τόσο καλύτερη, όσο πληρέστερη είναι η πληροφόρησή μας, από
ποικίλες πρωτογενείς πηγές. Δεν είναι δυνατό, όμως, να μην εκφραστεί το ερώτημα τι
θα είχε συμβεί, εάν η Ελλάδα σύσσωμα, με όλες της τις δυνάμεις ενωμένες και
συνταγμένες στις εθνικές επιδιώξεις, συμμετείχε από την αρχή στον πόλεμο, στο
πλευρό των συμμάχων; Αν και το ερώτημα θα μείνει αναπάντητο το σίγουρο είναι πως
η θέση μιας χώρας στο διεθνή στίβο, είναι πολύ ισχυρότερη, όταν στο εσωτερικό της
επικρατεί ομοψυχία και εθνική συσπείρωση.
       5.2 Η ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
       Τα προβλήματα που είχαν προκύψει μετά τον πόλεμο, μεταξύ των αντιπάλων,
καθώς και άλλα που πριν το 1914, απαιτούσαν την λύση τους. Για το λόγο αυτό, στις 5
Ιανουαρίου 1919 συνήλθε στη γαλλική πρωτεύουσα συνδιάσκεψη που έμεινε γνωστή
με το όνομα «Συνδιάσκεψη των Παρισίων». Οι εργασίες κράτησαν έναν περίπου χρόνο
λήγοντας με την υπογραφή της συνθήκης του Νεϊγί. Στα πλαίσια της συνδιάσκεψης
έλαβαν χώρα και οι διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη των Σεβρών έξι μήνες αργότερα.
Συμμετέχοντες της συνδιάσκεψης ήταν οι Ιταλία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, ΗΠΑ και η
Ιαπωνία, και εκπροσωπούνταν με δύο μέλη η κάθε μία χώρα. Για την επίλυση των
θεμάτων κλήθηκαν να συμμετάσχουν και μικρότερες δυνάμεις που είχαν λάβει μέρος
στον πόλεμο, εφόσον θα συζητούνταν θέματα που τις αφορούσαν. Η ελληνική
αποστολή έλαβε μέρος στην συνδιάσκεψη με αρχηγό τον Πρωθυπουργό της Ελευθέριο
Βενιζέλο.
       Στο τέλος της συνδιάσκεψης, το έργο των 52 επιτροπών οδήγησε στην
υπογραφή πέντε πολυμερών συνθηκών ειρήνης. Δύο από αυτές αφορούσαν άμεσα την
Ελλάδα. Η Συνθήκη του Νεϊγί που ρύθμιζε θέματα σχετικά με τη Βουλγαρία και των
Σεβρών που ρύθμιζε τα σχετικά με την Τουρκία (27 Νοεμβρίου 1919 και 10 Αυγούστου
1920 αντίστοιχα). Τα θέματα που συζητήθηκαν και αφορούσαν την Ελλάδα, βασίζονταν
σε υπόμνημα που κατέθεσε ο Βενιζέλος στο Ανώτατο Συμβούλιο. Το υπόμνημα ήταν
τόσο πλήρες «ώστε δεν ήτο αναγκαίον να το συμπληρώσει και να προβεί εις γενικήν
εισήγησιν». Αυτά ανακοινώθηκαν από τον πρόεδρο της υποεπιτροπής που είχε
αναλάβει την εξέταση των ελληνικών εδαφικών διεκδικήσεων.
       Ο κατακερματισμός των κεντρικών αυτοκρατοριών, έδινε την ευκαιρία για
ανάδειξη περιφερειακών δυνάμεων. Ο Βενιζέλος με το υπόμνημά του και την συμμετοχή
του στις εργασίες της συνδιάσκεψης προσπάθησε να εξαργυρώσει τη συμμετοχή στον
πόλεμο, ζητώντας περιοχές με ελληνικό πληθυσμό που βρίσκονταν υπό ξένη κατοχή. Η
Βόρεια Ήπειρος, η Θράκη, τα Δωδεκάνησα, περιοχές της Μ. Ασίας και η Κύπρος
περιλαμβάνονταν σε αυτές. Η εφαρμογή της αρχής των εθνών που εξέφρασε ο
πρόεδρος των ΗΠΑ, Γούντροου Γουίλσον, ευνοούσε την θετική επίλυση των ελληνικών
θεμάτων, όσο βεβαίως αυτά δεν επηρέαζαν, σε μεγάλο βαθμό, τα γενικότερα
γεωπολιτικά συμφέροντα των ισχυρών. Είναι γεγονός πως οι δυνάμεις που καθόριζαν
το νέο status quo του πλανήτη, επικαλούνταν τις έννοιες περί δικαίου ή αυτοδιάθεσης
των λαών όταν αυτό συμβάδιζε με τι επιδιώξεις τους. Στο πνεύμα αυτό
πραγματοποιήθηκε και ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τέτοιο τρόπο
ώστε να εξυπηρετούνται τα οικονομικά τους συμφέροντα και οι ιμπεριαλιστικές τους
βλέψεις.
       5.3. ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
       Μέσα σ’ αυτό το κλίμα έπρεπε να ελιχθεί ο Βενιζέλος, στην προσπάθεια του να
πείσει τους συμμάχους για την ταύτιση των συμφερόντων τους με αυτά της Ελλάδας.
Επικαλούμενος την αυτοδιάθεση των λαών ζητούσε παραχώρηση εδαφών, όπου
βρίσκονταν Έλληνες σε μεγάλο ποσοστό. Επίσης προκειμένου να προστατευθούν οι
χριστιανικοί πληθυσμοί από διώξεις, ζητούσε την παραχώρηση στην Ελλάδα των
εδαφών στα οποία ζούσαν. Οι ελληνικές διεκδικήσεις σύμφωνα με το υπόμνημα
Βενιζέλου περιγράφονται παρακάτω ανά περιοχή:

                    ΒΟΡΕΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ: Οι Έλληνες της περιοχής ανέρχονταν σε
          230.000. Η Ελλάδα ζητούσε την επιδίκαση μεγάλου μέρους του
          πληθυσμού στην Ελλάδα, με γεωγραφική κατανομή που να
          ικανοποιεί και την Αλβανία1. Η διεκδίκηση ενισχυόταν από
          συνημμένα ιστορικά στοιχεία που καταδεικνύαν την ελληνικότητα της
          περιοχής. Κατόπιν συμφωνίας Αθηνών και Ρώμης, η Ιταλία θα
          καταλάμβανε τον Αυλώνα, ενώ η Ελλάδα τη Β. Ήπειρο. Τελική
          απόφαση θα λαμβανόταν από το συνέδριο της ειρήνης στο Παρίσι.
                    ΘΡΑΚΗ: Η περιοχή περιλάμβανε 730.000 περίπου Έλληνες
          (και στη Κωνσταντινούπολη). Με βάση την αρχή των εθνοτήτων η
          Ελλάδα ζητούσε να συμπεριλάβει την Θράκη στα σύνορά της παρά
          την επιθυμία της Βουλγαρίας για έξοδο στο Αιγαίο. Η κατάδειξη των
          προβλημάτων που δημιουργούσε η Βουλγαρία και οι διαχρονικές της
          διεκδικήσεις στην περιοχή, ενίσχυε την ελληνική θέση.
                    ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ: Σύμφωνα με το άρθρο 12 του
          διαγγέλματος του Αμερικάνου πρόεδρου2, ο Βενιζέλος ζητούσε την
          Κωνσταντινούπολη, η οποία ήταν για αιώνες ελληνική. Ήταν έδρα
          του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διέθετε 233 ελληνικά σχολεία με
          30.000 μαθητές και μεγάλο ποσοστό των κατοίκων της ήταν
          Έλληνες. Διευκρινιζόταν πως λόγω της ιδιομορφίας της, η
          Κωνσταντινούπολη και στενά, μπορούσαν αποτελέσουν ένα διεθνές
          κράτος, κάτω από την προστασία της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία
          θα όριζε και τον διοικητή του κράτους3.
                    ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ: Επικαλούμενος και πάλι το διάγγελμα του
          Γουίλσον, ο Βενιζέλος ζητούσε περιορισμό της οθωμανικής
          κυριαρχίας σε περιοχές που το τουρκικό στοιχείο ήταν
          πολυαριθμότερο. Στη δυτική Μ. Ασία (συμπεριλαμβανομένων των
          νήσων Ίμβρου, Σάμου, Λέσβου, Ικαρίας, Χίου, Δωδεκανήσων και
______________________________________________________________________
1.Αρετή Τούντα Φεργάδη, ο.π., σελ.144
2.Προς το τέλος του πολέμου ο Γουίλσον σε διάγγελμα του ανακοίνωσε 14 άρθρα στα οποία θα στηρίζονταν οι ειρηνευτικές
διαπραγματεύσεις. Όλα τα άρθρα ήταν δομημένα με βάση τις αρχές του δικαίου, τις εθνικές ελευθερίες και την κατάργηση της
μυστικής διπλωματίας. Δυστυχώς από τους εκπροσώπους των εθνών που έλαβαν μέρος στη συνδιάσκεψη, ο μόνος ιδεολόγος ήταν ο αμερικάνος πρόεδρος. Από όλους τους υπόλοιπους, γινόταν χρήση των άρθρων Γουίλσον μόνον όταν εξυπηρετούσαν τα
συμφέροντά τους.
3.Η πρόταση αυτή έγινε, προφανώς, για να προλάβει αντιδράσεις των συμμάχων των οποίων τα συμφέροντα θα θίγονταν από τον ελληνικό έλεγχο της περιοχής.

         Καστελόριζου ) ζούσαν 1.400.000 Έλληνες. Προκειμένου οι περιοχές
         αυτές να προστατευθούν και να αναπτυχθούν ελεύθερα, ζητούσε τα
         εδάφη αυτά να αποτελέσουν αυτόνομο ελληνικό κράτος.
                   ΝΗΣΙΑ ΑΙΓΑΙΟΥ ΠΕΛΑΓΟΥΣ: Για όλα τα νησιά του Αιγαίου,
         τα οποία κατείχε de facto η Ελλάδα, ζητούσε να αποδοθούν οριστικά
         στην Ελλάδα. Το ίδιο ζητούσε και για τα Δωδεκάνησα καθώς ήταν
         ελληνικά από αρχαιοτάτων χρόνων.
                   ΠΟΝΤΟΣ: Αν και στην περιοχή Τραπεζούντας και Αδάνων
         κατοικούσαν πάνω από 350.000 Έλληνες, δεν ήταν το
         πολυαριθμότερο στοιχείο. Στην περίπτωση αυτή ήταν δυνατό να
         συμπεριληφθούν οι ελληνικοί πληθυσμοί σε ένα ανεξάρτητο Αρμενικό
         κράτος1.
         Η θέση της Ελλάδας, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ήταν αρκετά ισχυρή.
Αφ’ ενός η επιμονή του Βενιζέλου, για συμπόρευση με την Entente, του έδινε το
δικαίωμα να διεκδικεί. Η συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο είχε, όπως είδαμε,
αποφασιστική σημασία και έπρεπε να ανταμειφθεί. Αφ’ εταίρου οι διακηρύξεις των
ισχυρών και ιδιαίτερα η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών, όπλιζαν την ελληνική
διπλωματία με δυνατότητες που δεν ήταν εύκολο να παραμεριστούν, μπροστά σε
συμφέροντα. Η διπλωματική ιδιοφυία του Έλληνα πρωθυπουργού είχε οδηγήσει την
Ελλάδα σε πλεονεκτική θέση. Από το 1915 είχε δηλώσει σε ομιλία του, « Πρέπει να
κατανοηθεί ότι αι μεγάλαι δυνάμεις, όλαι των επιδιώκουν τα ιδικά των συμφέροντα.
Αλλά επί του ανατολικού ζητήματος, όπου ευρίσκονται και τα ιδικά μας συμφέροντα, αι
δύο δυτικαί δυνάμεις είναι κατά τη γνώμη μου, εκείναι τα συμφέροντα των οποίων
συμπίπτουν με τα ιδικά μας1». Ο Βενιζέλος δεν δίστασε να ανταποκριθεί ακόμα και
μετά το τέλος του πολέμου, στην αίτηση των Γάλλων, για συνδρομή στην εκστρατεία
εναντίον των Μπολσεβίκων. Το εκστρατευτικό σώμα των 24.000 ανδρών ήταν ένα
ακόμα «χαρτί» στα χέρια του πρωθυπουργού. Οι σύμμαχοι έπρεπε να ξεπληρώσουν με
κάποιο τρόπο την ιδιοτελή αφοσίωση του Βενιζέλου. Η ώρα για την εκπλήρωση του
οράματος της «Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» είχε έρθει. Δεν
μπορούμε, παρά να αναγνωρίσουμε την ικανότητα του μεγάλου αυτού ηγέτη να
διαβλέπει τις ευκαιρίες και την εξαιρετική ακρίβεια με την οποία αντιλαμβανόταν το κλίμα
στις διεθνείς σχέσεις. Το σημαντικότερο όλων, όμως, είναι πως είχε τον τρόπο να
εκμεταλλεύεται τις καταστάσεις προς όφελος της χώρας. Χαρακτηριστικά αναφέρει, στο
προσωπικό του ημερολόγιο ο διοικητής του βρετανικού στρατού Χένρι Ουίλσον « Ο
1. Κων/νος Σβολόπουλος, ο.π., σελ. 144
2.Μάικλ Λιούελλυν Σμιθ, στο ΠΑΡΝΕΛ, Ιστορία του 20ου Αιώνος, εκδ. Χρυσός Τύπος, σελ. 620,

Βενιζέλος χρησιμοποιεί, κατά βούλησή του, τους τρεις καλαμαράδες ( Λόυντ Τζορτζ,
Κλεμανσώ, Γουίλσον) για η επίτευξη των σκοπών του1.
  ______________________________________________________________________
 1.  Κων/νος Σβολόπουλος, ο.π., σελ. 145-146

                               ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
                             ΟΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ
       6.1. ΒΟΡΕΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ
       Παρά τις πολύ καλές προοπτικές που είχαν δημιουργηθεί και την πολύτιμη
βοήθεια που προσέφερε η γενική κινητοποίηση πολιτικών, οικονομικών, διπλωματικών,
δημοσιογραφικών, ακόμα και επιχειρηματικών προσωπικοτήτων, του εσωτερικού αλλά
και του εξωτερικού, οι διαπραγματεύσεις δεν ήταν εύκολες. Η Ιταλία, που από το 1913
είχε επιδιώξει τη δημιουργία του κράτους της Αλβανίας, είχε εντάξει σ’ αυτό και την Β.
Ήπειρο, παρά την απελευθέρωση της από τον Ελληνικό Στρατό. Η πιθανότητα
ενσωμάτωσης της περιοχής αυτής στην Ελλάδα προκαλούσε έντονες αντιδράσεις από
την Ιταλική πλευρά. Η πλειοψηφία των μελών της ειδικής επιτροπής που κλήθηκε να
εξετάσει το θέμα τάχθηκε υπέρ μεγάλου μέρους των ελληνικών αιτημάτων. Η εξέλιξη
αυτή οδήγησε στην υπογραφή της συμφωνίας Βενιζέλου – Τιττόνι στις 29 Ιουλίου του
1919, η οποία ρύθμιζε τις ελληνοιταλικές διαφορές. Σύμφωνα μ’ αυτή τα Δωδεκάνησα,
πλην της Ρόδου, εκχωρούνταν στην Ελλάδα, ενώ η Ιταλία δεχόταν και τις διεκδικήσεις
στη Β. Ήπειρο, με κάποιες διαφοροποιήσεις. Ταυτόχρονα η ελληνική πλευρά θα
υποστήριζε την ιταλική παρουσία στην Αλβανία και την κυριαρχία της στον Αυλώνα
και τη γύρω περιοχή. Τα στενά της Κέρκυρας θα ουδετεροποιούνταν και η παράκτια
ηπειρωτική ζώνη θα αποστρατικοποιούνταν σε βάθος 25 χιλιομέτρων. Η συμφωνία
τελικά δεν κράτησε πολύ αφού, η Ιταλία συνέχιζε την προκλητική της στάση,
παρουσιάζοντας διάφορα προσκόμματα στην εφαρμογή των αποφάσεων για την
επέκταση των ελληνικών συνόρων.
       6.2 ΘΡΑΚΗ
       Τα πράγματα ήταν πιο απλά στην περίπτωση της Θράκης. Τα εδάφη της, πριν
τον πόλεμο, κατείχαν οι ηττημένες πια χώρες, ενώ ο πληθυσμός της ήταν στο
μεγαλύτερο μέρος του ελληνικός. Αν και οι Βούλγαροι επικαλούνταν το δικαίωμα τους
για έξοδο στο Αιγαίο, δεν εισακούσθηκαν. Οι βιαιοπραγίες που είχαν πράξει στην
ανατολική Μακεδονία, κατά τη διάρκεια του πολέμου,       μαζί με τον παράγοντα της
εθνολογικής σύνθεσης έδρασαν υπέρ των ελληνικών αιτημάτων. Η Ιταλία αντίθετη, κατά
παράδοση, με οποιαδήποτε αύξηση του ελληνικού παράγοντα στα Βαλκάνια,
υποστήριζε τις Βουλγαρικές θέσεις, μέχρι την υπογραφή του συμφώνου Βενιζέλου –
Τιττόνι. Τον Οκτώβριο του 1919 δόθηκε εντολή κατάληψης της δυτικής Θράκης στην

Ελλάδα σε συνεργασία με τους συμμάχους. Με την υπογραφή της συνθήκης του Νεϊγί
την 27η Νοεμβρίου του ίδιου έτους η Βουλγαρία έπρεπε να «παραιτηθεί από κάθε
δικαίωμα και κάθε τίτλο1» και να παραχωρήσει τα καταληφθέντα εδάφη στους
συμμάχους. Στη συνέχεια με ομόφωνη εισήγηση της ειδικής επιτροπής, η δυτική Θράκη
θα εκχωρούνταν στην Ελλάδα.
           Την ίδια στιγμή και στα πλαίσια όρου της ανωτέρω συνθήκης, υπογράφτηκε
διμερής συμφωνία μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας, η οποία ρύθμιζε μειονοτικά
γλωσσικά και φυλετικά ζητήματα. Η εφαρμογή της συντέλεσε στην εθνολογική
ομοιογένεια των περιοχών της Μακεδονίας και της δυτικής Θράκης.
           Περισσότερο προβληματική ήταν η περίπτωση της ανατολικής Θράκης. Η
ελληνική αντιπροσωπεία πάντως κατάφερε να δοθεί εντολή στα ελληνικά στρατεύματα,
να προελάσουν και να ελέγξουν την περιοχή, τον Ιούνιο του 1920. Ειδικά μετά την
καταστολή της εξέγερσης του Τούρκου συνταγματάρχη Τζαφέρ Ταγιάρ και την ανάθεση
της διοίκησης της ανατολικής Θράκης σε ελληνικά χέρια, διαφαινόταν η πρόθεση να
εκχωρηθεί όλη η περιοχή ( πλην Κωνσταντινούπολης) στην Ελλάδα. Οι σύμμαχοι για να
αντιμετωπίσουν το εθνικιστικό κίνημα που αναπτυσσόταν μέσα στην Τουρκία, το
Μάρτιο του ίδιου έτους είχαν καταλάβει και την Κωνσταντινούπολη, με συμμετοχή και
ελληνικών δυνάμεων. Ωστόσο, η πιθανότητα παραχώρησης της Πόλης στην Ελλάδα
μάλλον ήταν απίθανη. Λόγω της ιδιαιτερότητας της περιοχής, όπως και αυτής των
στενών, η προσέγγιση που παρουσιαζόταν στο υπόμνημα Βενιζέλου ήταν μάλλον πιο
ρεαλιστική. Με την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, στις 28 Ιουλίου του 1920, η
ανατολική Θράκη παραχωρήθηκε στην Ελλάδα, ενώ, τελικά, η κυριαρχία της
Κωνσταντινούπολης παρέμεινε στην Τουρκία. Για τα στενά οριζόταν πως η ναυσιπλοΐα,
μέσω αυτών, θα ήταν ελεύθερη για όλα τα πλοία και αερόπλοια, τόσο σε καιρό ειρήνης,
όσο και σε καιρό πολέμου.
           6.3 ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
           Αν και ήταν φανερό πως οι μεγάλες δυνάμεις, εκτός από τις ΗΠΑ επιθυμούσαν
και επεδίωκαν τον διαμελισμό των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το ζήτημα
της Μ.Ασίας προκαλούσε αναπόφευκτα συγκρούσεις στους κόλπους της
συνδιάσκεψης. Οι ΗΠΑ αμφισβητούσαν την θέληση των Ελλήνων της Ιωνίας να
ενωθούν με την Ελλάδα2. Οι Ιταλοί είχαν σοβαρές βλέψεις στην περιοχή, διεκδικώντας
εδάφη από τα Δαρδανέλια μέχρι τη Μερσίνα (ΝΑ Μ. Ασία) και εσωτερικά μέχρι το
______________________________________________________________________
1. Κων/νος Σβολόπουλος, ο.π., σελ. 148
2. Το ίδιο, σελ. 150
3. Δημήτρη Φωτιάδη, Σαγγάριος: Εποποιία και Καταστροφή στη Μ. Ασία, Τα Φοβερά Ντοκουμέντα, εκδ. Φυτράκη 1974, σελ. 15

Αφιον Καραχισάρ και το Ικόνιο. Η Γαλλία από την άλλη ζητούσε μια εδαφική ζώνη με
έξοδο προς τη Μερσίνα και τα Άδανα και ενδοχώρα ως το Σιβάς. Η Αγγλία τέλος
εποφθαλμιούσε τη Μεσοποταμία και τα πετρέλαιά της3. Μέσα σε αυτό το συγκρουσιακό
κλίμα οι ελληνικές διεκδικήσεις έμοιαζαν ουτοπικές. Ωστόσο ο πραξικοπηματικός
τρόπος με τον οποίο η Ιταλία κατέλαβε την Αττάλεια και η ενδείξεις πως θα
καταλάμβανε και την περιοχή της Σμύρνης με το βιλαέτι του Αϊδινίου, ώθησαν τις
υπόλοιπες δυνάμεις, ομόφωνα, να δώσουν εντολή για κατάληψη της Σμύρνης στον
Βενιζέλο. Όταν τελικά υπογράφηκε η συνθήκη των Σεβρών, εκτός από τους όρους που
αφορούσαν τη Θράκη, την Κωνσταντινούπολη και τα στενά που είδαμε σε προηγούμενη
παράγραφο, περιείχε και όρους για το μικρασιατικό ζήτημα. Οι πιο σημαντικοί όροι
συνοψίζονται ως εξής:
       1. Η Σμύρνη και το βιλαέτι του Αϊδινίου θα διοικηθούν για πέντε
          χρόνια από ελληνική διοίκηση, υπό την ψιλή κυριαρχία του
          Σουλτάνου. Μετά τα πέντε χρόνια, δημοψήφισμα των κατοίκων
          θα καθορίσει το μέλλον της περιοχής.
       2. Η Ελλάδα αποκτά την κυριαρχία όλων των νησιών του Αιγαίου
          (συμπεριλαμβανομένων των Ίμβρου και Τενέδου). Η Ιταλία
          παραχωρεί την κυριαρχία των Δωδεκανήσων, πλην της Ρόδου.
          Αν η Αγγλία παραχωρήσει στην Ελλάδα την Κύπρο, τότε και η
          Ιταλία πρέπει να επιτρέψει στον πληθυσμό της Ρόδου να
          αποφασίσει για την τύχη του, όχι όμως πριν περάσουν
          δεκαπέντε έτη από την υπογραφή της συμφωνίας.
       3. Ο τουρκικός στρατός δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 50.000
          άνδρες. Από αυτούς 15.000 θα διατίθενται για την επιτήρηση
          των συνόρων και οι υπόλοιποι θα εκτελούν χρέη χωροφυλακής.
          Δεν έχουν το δικαίωμα διατήρησης πυροβολικού και άλλων
          τεχνικών   όπλων.    Στην   οργάνωσή    τους   θα   μετέχουν
          υποχρεωτικά και αξιωματικοί των συμμάχων .
       4. Η τουρκική αεροπορία διαλύεται ως όπλο, ενώ το ναυτικό
          περιορίζεται σε 7 κανονιοφόρους και 6 τορπιλοβόλα, για
          επιτήρηση των ακτών.

         5. Η Τουρκία θα πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις και μέχρι την
             εξόφλησή τους, η χώρα θα βρίσκεται υπό διεθνή οικονομικό
             έλεγχο.
         6. Αναγνωρίζεται ανεξάρτητο αρμενικό κράτος στη
             βορειοανατολική Τουρκία, με έξοδο στη Μαύρη Θάλασσα και
             κουρδικό στα σύνορα με την Περσία.
         Συνολικά η Τουρκία έχανε τα 4/5 των εδαφών1, που κατείχε πριν τον πόλεμο, αν
υπολογίσουμε και τη Μέση Ανατολή που κράτησαν Βρετανοί και Γάλλοι ( Ιράκ, Συρία,
και Λίβανο). Η δικαίωση των επιλογών Βενιζέλου ήταν πλέον γεγονός, καθώς το όραμα
του μεγάλου ηγέτη πήρε σάρκα και οστά. Εκτός από την Θράκη (ανατολική και δυτική)
τα νησιά του Αιγαίου ήταν πια ελληνικά. Η Σμύρνη και το βιλαέτι του Αϊδινίου
κατοικούνταν κατά κύριο λόγο από Έλληνες. Το, μετά από πέντε χρόνια, αποτέλεσμα
του δημοψηφίσματος, ασφαλώς θα οριστικοποιούσε την ελληνική κατοχή.
         Τη συνθήκη των Σεβρών αποτελούσαν τετρακόσια σχεδόν άρθρα, τα
σημαντικότερα των οποίων παρουσιάστηκαν στην προηγούμενη παράγραφο. Η
συνθήκη χαρακτηρίστηκε ως ένα διπλωματικό αριστούργημα. Το αριστούργημα αυτό
δυστυχώς ήταν πολύ εύθραυστο και τα προβλήματα άρχισαν σχεδόν αμέσως.
______________________________________________________________________
1. Δημήτρη Φωτιάδη, ο.π., σελ. 17

                                             ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
                         Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ
          7.1 ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
          Στο προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε πως τον Μάιο του 1919 δόθηκε εντολή στην
Ελλάδα για απόβαση στρατευμάτων στην Σμύρνη. Στις 15 του ίδιου μήνα ο ελληνικός
στρατός αποβιβαζόταν στη μικρασιατική πόλη, μέσα σε ατμόσφαιρα ενθουσιασμού. Η
απόβαση δεν ήταν αναίμακτη. Σε συμπλοκές με ταραχοποιούς σκοτώθηκαν 47 Έλληνες
στρατιωτικοί. Οι εστίες αντίστασης ήταν μικρές και μετά από εκκαθαριστικές
επιχειρήσεις λίγων ημερών η τάξη αποκαταστάθηκε. Ύπατος αρμοστής ορίστηκε ο
Αριστείδης Στεργιάδης1, στενός φίλος του Βενιζέλου, από την εποχή της επανάστασης
του Θέρισσου.
          Παράλληλα το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα αύξανε την δύναμή του και διαχώριζε
τη θέση του από την επίσημη πολιτική του Σουλτάνου, δηλώνοντας πως δεν είναι
ανεκτή η ξένη κατοχή εδαφών, που ανήκουν στον τουρκικό λαό2. Το κίνημα απειλούσε
όλο το συμμαχικό οικοδόμημα της συνθήκης, περιλαμβανομένων και   των
αγγλογαλλικών περιοχών ελέγχου. Αψιμαχίες και μικρές μάχες μεταξύ ελληνικών
τμημάτων και Τούρκων άτακτων (τσέτες) ή ανασυγκροτημένων τμημάτων του τουρκικού
στρατού εδείχναν πως έπρεπε να ληφθούν μέτρα. Για τις ελληνικές δυνάμεις ο έλεγχος
της περιοχής δεν ήταν εύκολος, καθώς ήταν δέσμιες της ζώνης ελέγχου. Τα τουρκικά
τμήματα είχαν την πρωτοβουλία δρώντας ελεύθερα έξω από τα όρια της ζώνης. Η
αδυναμία του ελληνικού στρατού να καταλάβει στρατηγικά σημεία στην ενδοχώρα,
άφησε τα περιθώρια για πλήρη αναδιοργάνωση του τουρκικού στρατού.
          Κύριος εκφραστής του τουρκικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος ήταν ο
συνταγματάρχης Μουσταφά Κεμάλ, ήρωας της Καλλίπολης3. Από τον Μάιο του 1919 ο
Κεμάλ, παράλληλα με την ελληνική απόβαση στη Μ. Ασία, διαμόρφωνε το σχέδιο
αντίδρασης στις επιβαλλόμενες συνθήκες, μετά την ήττα της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας. Αυτό προέβλεπε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εθνική συσπείρωση,
πόλεμο φθοράς στα ξένα στρατεύματα, προσωρινή υποχώρηση στους Έλληνες,
δημιουργία συμμαχιών με ξένα κράτη, εκμετάλλευση των αντιθέσεών τους. Ενδεικτικό
______________________________________________________________________
1. Ο ρόλος του στην μετέπειτα καταστροφή είναι αμφιλεγόμενος. Η υπεροπτική του στάση τον έφερε πολλές φορές σε σύγκρουση με τους στρατιωτικούς. Οι μικρασιάτες τον κατηγορούσαν για μεροληψία υπέρ των Τούρκων και κυρίως, πως δεν τους προειδοποίησε για την επερχόμενη καταστροφή. Αντίθετα μέχρι την τελευταία στιγμή τους καθησύχαζε ενώ ο ίδιος διέφυγε στη Γαλλία λίγο πριν την πτώση.
2.Πέτρου Σιούσιουρα, Πτυχές της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής στο Μεσοπόλεμο, εκδ. Σιδέρης, Αθήνα 2003, σελ 27
3.Γεννημένος στην Θεσσαλονίκη, έμεινε γνωστός με το όνομα Κεμάλ Ατατούρκ (πατέρας όλων των Τούρκων)

του κεμαλικού εθνικισμού, είναι η επιλογή της Άγκυρας ως πρωτεύουσας του νέου
τουρκικού κράτους και όχι η Κωνσταντινούπολη που είναι άρρηκτα δεμένη με με το
Βυζάντιο και τη Χριστιανοσύνη. Παρά την γέννηση του στην πολυπολιτισμική
Θεσσαλονίκη, απέκτησε απόλυτα εθνικιστική συνείδηση. Η πολιτική του πλήρους
εκτουρκισμού του εναπομείναντος μέρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα
προκαλούσε πολλές διώξεις στους μη τουρκικούς πληθυσμούς.
         Η σύμπραξη της Ελλάδας με τους συμμάχους δεν διήρκεσε πολύ. Αρκετά
γρήγορα οι υπογεγραμμένες συνθήκες ήρθαν σε σύγκρουση με τα γεωπολιτικά και
οικονομικά συμφέροντα. Η Ιταλία αρχικά, που έτσι κι αλλιώς ήταν αντίθετη στη ελληνική
επέκταση στην Μ. Ασία, και η Γαλλία στην συνέχεια, αν και όχι φανερά έπαψαν, να
στηρίζουν την ελληνική εμπλοκή στην περιοχή. Εκείνη τη χρονική περίοδο, κάθε χώρα
προσπαθούσε να ικανοποιήσει τα δικά της συμφέροντα, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε
να εμποδίσει τα άλλα κράτη να αυξήσουν τη δύναμή τους. Μόνος σύμμαχος της
Ελλάδας παρέμεινε η Μεγάλη Βρετανία, χωρίς όμως να μεταφράζει την υποστήριξή της
σε υλική ή στρατιωτική βοήθεια.
         Καθώς οι εθνικιστές του Κεμάλ πύκνωναν τις τάξεις τους και οι ένοπλες δυνάμεις
τους δυνάμωναν μέρα με τη μέρα, οι Σύμμαχοι προσπαθούσαν να έρθουν σε επαφή και
συνεννόηση με τον Κεμάλ, προκειμένου να εξασφαλίσουν μελλοντικά οφέλη. Αυτό έγινε
εντονότερο, μετά την αδυναμία του ελληνικού στρατού να δώσει μια αποφασιστική μάχη
με τις κεμαλικές δυνάμεις, παρά την προέλαση στο εσωτερικό της ενδοχώρας. Την
ελληνική προέλαση, είχαν εξουσιοδοτήσει οι σύμμαχοι1, προκειμένου να αντιμετωπιστεί
αποτελεσματικά η τουρκική απειλή. Τα τουρκικά ένοπλα τμήματα δεν παρενοχλούσαν
μόνο τις ελληνικές δυνάμεις, αλλά και τις Γαλλικές στην Κιλικία2. Επίσης η βρετανική
παρουσία στα Δαρδανέλια απειλούνταν, και οι ελληνικές δυνάμεις δρούσαν ως
ανάχωμα σ’ αυτή την απειλή.
         Η αρχή του τουρκικού εθνικού κράτους έγινε με τη σύσταση της μεγάλης
επαναστατικής συνέλευσης, τον Απρίλιο του  1920   στην Άγκυρα. Νωρίτερα, τον
Ιανουάριο με το «Εθνικό Σύμφωνο», οι εθνικιστές όριζαν τα όρια του νέου κράτους, από
τον Έβρο ως την αρχή των αραβικών περιοχών. Τότε άρχισε να διαφαίνεται πως η
ολοκληρωτική σύγκρουση με τις εθνικιστικές δυνάμεις ήταν αναπόφευκτη. Η σκέψη
κατά πόσο θα ήταν δυνατή μια οριστική νίκη, άρχισε να προβληματίζει αρκετούς
Έλληνες μεταξύ των οποίων και τον ίδιο τον ύπατο αρμοστή Στεργιάδη.
         Παρά την εμφάνιση αρνητικών παραγόντων, τον Ιούλιο του 1920, όπως είδαμε
______________________________________________________________________
1.Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, ο.π., σελ. 153
2. Στην Κιλικία δραστηριοποιούνταν δύο τουρκικές μεραρχίες, αντιμετωπίζοντας τα γαλλικά αποικιακά στρατεύματα, τα οποία
υπέστησαν οδυνηρές ήττες.

και στο προηγούμενο κεφάλαιο, η υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών επισημοποίησε
την ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία. Παρά την υπογραφή της συνθήκης, από την
επίσημη οθωμανική κυβέρνηση, η επαναστατική εθνοσυνέλευση της Άγκυρας
κατάγγειλε την συνθήκη και την επίσημη κυβέρνηση ως προδοτική και ζήτησε από τον
τουρκικό λαό να ενωθεί μαζί της στον αγώνα κατά της συνθήκης. Η ανταπόκριση του
μεγαλύτερου μέρους του τουρκικού λαού ενίσχυσε τις τάξεις του εθνικιστικού στρατού. Η
στάση των Συμμάχων στη συνέχεια δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στο συμπέρασμα
πως αφ’ ενός οι Γάλλοι και οι Ιταλοί είχαν μετανιώσει για την ελληνική επέκταση,
αδιαφορώντας πια να υποστηρίξουν την αρχική εντολή. Αφ’ εταίρου οι Βρετανοί
αρνούμενοι την υλική και στρατιωτική βοήθεια, ουσιαστικά χρησιμοποιούσαν την
Ελλάδα ως μαξιλάρι για την προστασία των δικών τους δυνάμεων στην Μέση Ανατολή.
Αυτό ήταν άλλωστε και το νόημα, τόσο της εντολής για απόβαση, όσο και της
εξουσιοδότησης για τη διεύρυνση της ζώνης ελέγχου των 120 χιλιομέτρων. Έτσι τον
Ιούνιο η ζώνη είχε φτάσει στα 150 χιλιόμετρα, στη γραμμή Πάνορμος, Προύσα Ουσάκ.
Με αυτό τον τρόπο παρεμβάλλονταν οι ελληνικές δυνάμεις, ανάμεσα στις τουρκικές και
τις βρετανικές στα στενά. Απασχολούσαν επίσης μεγάλο μέρος του τουρκικού
δυναμικού από τις επιχειρήσεις στη Κιλικία, εναντίον των Γάλλων, οι οποίοι
διαπίστωναν πως τα οφέλη ήταν πολύ μικρότερα από το κόστος διατήρησης της
περιοχής1.
           7.2. ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ 1920
           Εκτός από τα προβλήματα που δημιουργούσε ο τουρκικός εθνικισμός και η
στάση των συμμάχων, δεν έλειπαν και τα προβλήματα στο εσωτερικό. Αμέσως μετά την
επιτυχία της υπογραφής της συνθήκης των Σεβρών, έγινε απόπειρα δολοφονίας του
Βενιζέλου στη Λυών. Αυτή πυροδότησε έξαρση των αντιβασιλικών εκδηλώσεων στην
Ελλάδα. Αποκορύφωμα των εκδηλώσεων ήταν ο φόνος του Ιωνά Δραγούμη, στους
Αμπελόκηπους2. Αμέσως μετά την ανάρρωση του πρωθυπουργού και την επιστροφή
του στην Αθήνα, η αντιπολίτευση ζητούσε επιμόνως εκλογές, με τη δικαιολογία πως
είχαν εξαλειφθεί οι λόγοι που είχαν επιβάλει την επαναφορά της βουλής των Λαζάρων3.
Στις 25 Σεπτεμβρίου ο Αλέξανδρος παρέδωσε το διάταγμα για τη διενέργεια εκλογών.
Δύο ημέρες αργότερα, ένας πίθηκος δάγκωσε τον Βασιλιά με αποτέλεσμα να πεθάνει
από σηψαιμία. Ορίστηκε αντιβασιλέας ο Π. Κουντουριώτης μέχρι να επιλυθεί το
πρόβλημα της διαδοχής και η χώρα μπήκε σε τροχιά εκλογών. Οι αντιβενιζελικοί
_________________________________________________________________________________________________________
1. Δημήτρη Φωτιάδη, ο.π., σελ. 31
2.Το ίδιο, σελ. 23
3.Έτσι ονομαζόταν η σύνθεση της βουλής που είχε διαλύσει ο Κωνσταντίνος και επανέφερε ο Βενιζέλος μετά την επικράτηση της εθνικής άμυνας το 1917.

κατέβαιναν στις εκλογές με δύο συνθήματα. Πρώτο το « ψωμί ελιά και Κώτσο Βασιλιά»
και δεύτερο την υπόσχεση των βουλευτών της αντιπολίτευσης να τερματίσουν τις
πολεμικές επιχειρήσεις και να επιστρέψουν οι Έλληνες στρατιώτες στα σπίτια τους
(οίκαδε). Στις 15 Νοεμβρίου οι φιλοβασιλικοί κέρδισαν τις εκλογές1 και σχημάτισαν
κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Δημήτριο Ράλλη. Η αλλαγή της κυβέρνησης
προκάλεσε διώξεις και εκκαθαρίσεις βενιζελικών αξιωματούχων της δημόσιας διοίκησης
και του στρατού. Ο Αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας ήταν πλέον ο επικεφαλής
των ελληνικών δυνάμεων στη Μ. Ασία, ενώ εμπειροπόλεμα στελέχη των Ενόπλων
Δυνάμεων αντικαταστάθηκαν από ανυπότακτους του 1917 -1920. Παραδόξως (και
ατυχώς), αν και υπέβαλε την παραίτηση, του ο μισητός από τους μικρασιάτες Έλληνες
Στεργιάδης, παρέμεινε ύπατος αρμοστής στη Σμύρνη.
          Το πρώτο μείζον θέμα που κλήθηκε να επιλύσει η νέα κυβέρνηση ήταν αυτό της
επανόδου του Κωνσταντίνου στο θρόνο και ο τρόπος που θα αυτό θα γινόταν εφικτό.
Αποφασίστηκε διενέργεια δημοψηφίσματος, από το οποίο όμως δήλωσαν πως θα
απείχαν οι βενιζελικοί, πιστεύοντας πως, δεδομένης της κατάστασης, το αποτέλεσμα θα
ήταν νοθευμένο. Πέντε ημέρες πριν τη διενέργεια του δημοψηφίσματος εκδηλώθηκε η
πρώτη συμμαχική αντίδραση. Ο Γάλλος πρωθυπουργός Λεγκ2 ανακοίνωσε, στη γαλλική
βουλή, την έντονη αντίδραση στην επάνοδο του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα. Ήταν
αδιανόητο με αυτές τις συνθήκες να συνεχιστεί η υποστήριξη της Γαλλίας προς την
Ελλάδα. Η Δηλώσεις του Λεγκ διαβιβάστηκαν τηλεγραφικά και στην ελληνική
κυβέρνηση, η οποία τις ανακοίνωσε τροποποιημένα στον ελληνικό λαό, για να μην
προκληθούν αντιδράσεις στη διαδικασία επανόδου του Κωνσταντίνου3. Αγνοώντας τις
γαλλικές δηλώσεις και μην λαμβάνοντας υπ’ όψη την μεταστροφή των συμμαχικών
θέσεων, η ελληνική κυβέρνηση ευνόησε τις τουρκικές προσπάθειες. Μόνο οι Βρετανοί,
διατηρούσαν την ηθική έστω υποστήριξή τους προς την Ελλάδα, ουσιαστικά όμως
χωρίς βοήθεια άφηναν πλέον μόνη της τη χώρα στην περιπέτεια που είχε εμπλακεί.
          7.3 Η ΑΛΛΑΓΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΣΥΜΜΑΧΩΝ
          Η Ελλάδα δεν λειτουργούσε πλέον υπό συμμαχική εντολή και ο πόλεμος ήταν
πια ελληνοτουρκικός. Νομοτελειακά ήταν καταδικασμένος σε αποτυχία4, ειδικά από τη
στιγμή που, ανοικτά πια, οι Ιταλοί προσέφεραν την υποστήριξή τους στις εθνικιστικές
δυνάμεις του Κεμάλ. Παράλληλα η Σοβιετική Ένωση άρχισε την υλική και οικονομική
______________________________________________________________________
1. Ο Βενιζέλος δεν κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής στην Αττική. Μετά την ήττα του αποχώρησε για την Γαλλία αφού πρώτα είχε συστήσει στον Αρχιστράτηγο Παρασκευόπουλο, τηλεγραφικώς, να πειθαρχήσει στις εντολές της νέας κυβέρνησης.
2.Ο Λεγκ ανέλαβε την εξουσία στη Γαλλία μετά την ανάδειξη του Μιλλεράν ως προέδρου της γαλλικής δημοκρατίας.
3.Δημήτρη Φωτιάδη, ο.π., σελ. 29
4. Πέτρος Σιούσουρας, ο.π., σελ. 29

υποστήριξη στους Τούρκους, ως αντίβαρο στη βρετανική κυριαρχία στην περιοχή. Οι
ΗΠΑ, μετά την ήττα του Γουίλσον στις προεδρικές εκλογές, επέστρεψαν στην πολιτική
του απομονωτισμού, μένοντας μακριά από τις εξελίξεις στην Ευρώπη και τη Μ. Ασία.
          Οι νέες αυτές συνθήκες απαιτούσαν, από τη νέα πολιτική ηγεσία, να πάρει πολύ
κρίσιμες αποφάσεις, για την εξωτερική της πολιτική και να εξετάσει σε βάθος τις
νέες ισορροπίες. Θα περίμενε κάποιος υπό αυτές τις συνθήκες και με βάση την
προεκλογική δέσμευση, για άμεση παύση του πολέμου, να τερματιστούν οι επιχειρήσεις
στην Μ. Ασία. Αντίθετα συνεχίστηκε η προσπάθεια επιβολής των όρων της συνθήκης
μέσω της στρατιωτικής της δύναμης. Η πάταξη κάθε ένοπλης αντίστασης, από τους
εθνικιστές και η καταστροφή των βάσεων τους στο εσωτερικό, θα έφερνε την Ελλάδα σε
θέση ισχύος. Η ανάγκη αντιμετώπισης των τούρκικων ένοπλων τμημάτων είχε
οδηγήσει, πριν τις εκλογές, τον ελληνικό στρατό σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, έξω
από την αρχική ζώνη ελέγχου. Λίγο πριν τις εκλογές του Νοεμβρίου, όπως έχουμε ήδη
αναφέρει, η ελληνικές δυνάμεις είχαν προωθηθεί στη γραμμή Πάνορμου, Προύσας και
Ουσάκ (κατ’ εντολή των συμμάχων). Η, χωρίς υλική ή στρατιωτική βοήθεια, προέλαση
του ελληνικού στρατού, είχε αποδείξει το αξιόμαχο του για μια ακόμα φορά.
Παρουσιαζόταν όμως και μια αδυναμία, να παρασυρθούν οι τουρκικές δυνάμεις σε μια
αποφασιστική μάχη, ώστε να εξουδετερωθούν πλήρως. Το Γενικό επιτελείο είχε τη
γνώμη να διευρυνθεί η γραμμή Προύσας - Ουσάκ ανατολικότερα, στις στρατηγικές
θέσεις Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ ή να συμπτυχθούν οι δυνάμεις στην αρχική ζώνη
ελέγχου, δεδομένου ότι η υπάρχουσα θέση δεν προσέφερε κανένα στρατιωτικό όφελος.
Την τελική απόφαση θα έπαιρνε η κυβέρνηση εκτιμώντας τους διπλωματικούς και
εσωτερικούς παράγοντες. Η κοινή γνώμη πάντως στην Ελλάδα, ήταν αντίθετη με την
υποχώρηση στα δυτικά1. Ο Ράλλης βρισκόταν σε δίλλημα, καθώς αυτός ήταν θετικός
στην προοπτική της σύμπτυξης. Ο ίδιος ο Βενιζέλος την είχε εισηγηθεί στον
πρωθυπουργό, μαζί με την πρόθεσή του να αναλάβει διπλωματική πρωτοβουλία στο
εξωτερικό2.
          Στις 29 Ιανουαρίου έλαβε χώρα, σύσκεψη κορυφής των Συμμάχων στο Παρίσι.
Ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν ήταν και αυτό της συνθήκης των Σεβρών. Ο νέος
Γάλλος πρωθυπουργός Α. Μπριάν και ο Ιταλός πρέσβης, κόμης Σφόρτσα, επέμεναν
πως λόγω των καταστάσεων (επάνοδος Κωνσταντίνου) η αναθεώρηση της συνθήκης
ήταν επιβεβλημένη. Αντίθετα, ο Λόυντ Τζορτζ τηρούσε φιλελληνική στάση λέγοντας πως
 1.Το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας, παρά την ήττα του Βενιζέλου, ήταν ενισχυμένο από τις μεγάλες επιτυχίες και τις θυσίες του
στρατού, κατά την προέλαση στο εσωτερικό της Μ. Ασίας
2.Κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας του στη Γαλλία, ο Βενιζέλος διαπίστωσε την μεταστροφή του κλίματος στη διεθνή σκηνή.
Προκειμένου να μην καταρρεύσουν ,όσα είχαν μέχρι τότε επιτευχθεί, αποφάσισε να συνεργαστεί με τους αντιπάλους του, θέτοντας
τον εαυτό του στη διάθεση του πρωθυπουργού, για δράση στο εξωτερικό.
3.Δημήτρη Φωτιάδη, ο.π., σελ 38

«δεν είναι δυνατό να τους εγκαταλείψουμε επειδή σε μια στιγμή άκαιρου ενθουσιασμού ο
ελληνικός λαός επέλεξε κυβερνήτη που δεν μας αρέσει3». Ο πραγματικός λόγος ήταν ο
κίνδυνος να αναγκαστούν οι Βρετανοί να αποχωρήσουν από τα στενά, αφού οι
εθνικιστές μετά την επιτυχή αντιμετώπιση των Ελλήνων, θα στρέφονταν εναντίον τους.
Τελικά αποφασίστηκε να συγκληθεί ειδική διάσκεψη στο  Λονδίνο στις 21
Φεβρουαρίου. Σ’ αυτή εκτός από την Ελλάδα και την οθωμανική Τουρκία θα έπαιρνε
μέρος και αντιπροσωπεία των εθνικιστών Τούρκων ως ισότιμη της επίσημης τουρκικής
αντιπροσωπείας.
         7.4 Η ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ
         Ο Ράλλης έλαβε την πρόσκληση για τη διάσκεψη στις 26 Ιανουαρίου και
προσπάθησε να πείσει τους υπουργούς του, να ηγηθεί ο ίδιος της αντιπροσωπείας με
βοηθό του τον Βενιζέλο. Ο υπουργός στρατιωτικών, τότε, Δ. Γούναρης παραιτήθηκε για
να ακολουθήσει η παραίτηση του ίδιου του Ράλλη. Στη θέση του επιλέχθηκε ο Ν.
Καλογερόπουλος από τον Κωνσταντίνο. Οι γνωστές φιλογαλλικές θέσεις του νέου
πρωθυπουργού, ήλπιζαν πως θα ανέτρεπε την αρνητική στάση των Γάλλων1.
Ζητούμενο πλέον της νέας κυβέρνησης ήταν η διατήρηση των κεκτημένων. Η επίσημη
αναγνώριση των Τούρκων εθνικιστών, μέσω της πρόσκλησης για τη διάσκεψη του
Λονδίνου, υποβάθμισε τη θέση της Ελλάδας και δυσκόλεψε ακόμα περισσότερο τις
διαπραγματεύσεις που θα πραγματοποιούνταν. Είναι ατυχές το γεγονός πως σ’ αυτή τη
δύσκολη, για το έθνος, συγκυρία δεν ηγείται της χώρας ο Ελ. Βενιζέλος. Ακόμα πιο
ατυχές είναι το γεγονός πως τα πολιτικά πάθη τύφλωσαν την κρίση των κυβερνόντων,
οι οποίοι αρνούμενοι να αποδεχτούν την αδυναμία τους στα διπλωματικά θέματα, δεν
δέχτηκαν τη βοήθεια του Βενιζέλου. Για μια ακόμα φορά οι εσωτερικές αντιπαλότητες,
υπερίσχυσαν της ανάγκης για εθνική ομοψυχία σε κρίσιμες περιόδους και σοβαρότατα
εθνικά θέματα.
         Στις 21 Φεβρουαρίου ξεκίνησε η διάσκεψη, με την Ελλάδα να αντιπροσωπεύεται
από τον Ν. Καλογερόπουλο. Αρχικά Γάλλοι και Ιταλοί πρότειναν την αποστολή
διασυμμαχικής επιτροπής, με έργο την διερεύνηση της πληθυσμιακής σύνθεσης των
περιοχών της Σμύρνης, και της ανατολικής Θράκης. Αυτό θα σήμαινε την αφορμή για
αλλαγή των συμφωνιών που έγιναν με τη συνθήκη των Σεβρών. Η άμεση απόρριψη της
πρότασης από την ελληνική πλευρά, οδήγησε τελικά στην εξής πρόταση2: Αυτονομία
της περιοχής της Σμύρνης, με χριστιανό, μη Έλληνα, αρμοστή διορισμένο από την
Κοινωνία των Εθνών και περιορισμό των ελληνικών στρατευμάτων στην πόλη της
______________________________________________________________________
1.Δημήτρη Φωτιάδη, ο.π., σελ. 39
2.Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, ο.π. σελ. 161

Σμύρνης. Πέρα από όποιες ελληνικές επιφυλάξεις, το σχέδιο θα έβγαζε τη χώρα από το
αδιέξοδο που είχε εγκλωβιστεί, με το κεφάλι ψηλά. Δυστυχώς οι Τούρκοι εθνικιστές του
Κεμάλ, αρνήθηκαν κατηγορηματικά την παρουσία ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη
αλλά και στην ανατολική Θράκη.
       Στη διάσκεψη του Λονδίνου, πραγματοποιήθηκε μια επίσημη διαφοροποίηση των
συμμάχων σε σχέση με τη συνθήκη των Σεβρών. Γάλλοι και Ιταλοί επιθυμούσαν την
αλλαγή των όρων υπέρ των Τούρκων, με σκοπό να μειώσουν την αυξανόμενη δύναμη
της Βρετανίας και της Ελλάδας στην περιοχή, προς όφελος της δικής τους επιρροής.
       Ταυτόχρονα προωθούσαν οικονομικές και εμπορικές συμφωνίες με τους
εθνικιστές, ενισχύοντας την διεθνή τους υπόσταση. Οι Βρετανοί από την άλλη, με τον
φιλέλληνα Λόυντ Τζορτζ συνέχιζαν να στηρίζουν τις συμφωνίες της συνθήκης των
Σεβρών. Όπως, όμως έχουμε ήδη αναφέρει, η στήριξη παρέμενε σε διπλωματικό
επίπεδο, οπότε και αυτή στη συνέχεια άρχισε να φθίνει.
    Έτσι ενώ η ελληνική πλευρά δεν πέτυχε κάτι στη διάσκεψη, οι εθνικιστές πέρα από
την de facto αναγνώρισή τους, έκλεισαν μυστικές συμφωνίες τόσο με την Γαλλία όσο και
με την Ιταλία, ανατρέποντας στην ουσία τους όρους της συνθήκης των Σεβρών. Οι
Γάλλοι αποχώρησαν από την Κιλικία και οι Ιταλοί από την Αττάλεια. Συμφωνήθηκε
επίσης η πώληση πολεμικού υλικού. Την ίδια περίοδο οι Τούρκοι εγκαινιάζουν μια
στενότερη επαφή και συνεργασία με τη Σοβιετική Ένωση, με αποκορύφωμα, τη σύναψη
συμφώνου φιλίας, μεταξύ τους στις 16 Μαρτίου. Οι Σοβιετικοί βοήθησαν ποικιλοτρόπως
τον πολεμικό αγώνα του κεμαλικού στρατού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως ο Βενιζέλος
είχε στείλει εναντίον των μπολσεβίκων 24.000 στρατιώτες στην Ουκρανία τον Ιούνιο του
1919, μετά από γαλλικό αίτημα και με αντάλλαγμα, τη γαλλική υποστήριξη στη Μ. Ασία.
Οι Τούρκοι πλέον αναγνωρίζονταν, ουσιαστικά διεθνώς και με ηγέτη τον Κεμάλ
διεκδικούσαν δυναμικά τη θέση τους στην περιοχή. Στην Ελλάδα από την άλλη, η νέα
κυβέρνηση προσπαθούσε να προσαρμοστεί σε καταστάσεις για τις οποίες δεν ήταν
έτοιμη. Είχε αποφασίσει την συνέχεια της μικρασιατικής εκστρατείας, χωρίς σαφή
στρατηγική, χωρίς την συμμαχική υποστήριξη, και με δυνάμεις καταπονημένες από τους
συνεχείς αγώνες του έθνους.

                                              ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΔΓΟΟ
                                               Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
         8.1 Η ΠΡΟΕΛΑΣΗ ΠΡΟΣ ΑΝΑΤΟΛΑΣ
         Κατά τη διάρκεια τη διάσκεψης του Λονδίνου, ο Καλογερόπουλος με τον Γούναρη
αποφάσισαν τη συνέχιση της εκστρατείας μέχρι τη τελική νίκη, την οποία θεωρούσαν
απολύτως εφικτή. Σε συνάντηση μάλιστα με τον Άγγλο πρωθυπουργό, του μετέφεραν
τις απόψεις τους για το θέμα. Η απάντηση του Λόυντ Τζορτζ ενθάρρυνε ιδιαίτερα τον
Γούναρη, αν και δεν ήταν παρά κούφια λόγια. Η Μεγάλη Βρετανία ευχόταν κάθε
επιτυχία στην ανέκαθεν φίλη Ελλάδα, και προσδοκούσε σε στενή μελλοντική
συνεργασία. Για υλική και στρατιωτική συνδρομή, πάντως, δεν έγινε λόγος. Οι δηλώσεις
του Λόυντ Τζορτζ, που ο Γούναρης θεωρούσε προσωπική του επιτυχία, έδωσαν στην
ελληνική κυβέρνηση και το πράσινο φως για την μέχρι τέλους προσπάθεια.
         Μερικές μέρες αργότερα, σχεδόν αμέσως μετά το τέλος των συνομιλιών στο
Λονδίνο, ο Γούναρης διέταξε την προετοιμασία για άμεση εκτέλεση επιχειρήσεων, προς
κατάληψη του Εσκί Σεχήρ και της Κιουτάχειας. Προς ενίσχυση της προσπάθειας
ανακλήθηκαν τρεις κλάσεις εφέδρων. Η επίθεση εκδηλώθηκε στις 23 Μαρτίου του 1921,
ακολουθώντας ένα σχέδιο μάλλον παράδοξο, αφού επέβαλλε την απόκλιση των δύο
σωμάτων στρατού που θα λάμβαναν μέρος. Έτσι ενώ στο νότο οι ελληνικές δυνάμεις
κατέλαβαν το Αφιόν Καραχισάρ, στο βορά τα αποτελέσματα δεν ήταν ευνοϊκά. Το Γ’
Σώμα Στρατού συνάντησε μεγάλη αντίσταση στην περιοχή Ιν Ονού1 και αναγκάστηκε
τελικά σε υποχώρηση στις αρχικές του θέσεις στην Προύσα. Η ανάγκη ευθυγράμμισης
του μετώπου, προκειμένου να μην απομονωθεί το Α’ Σώμα, επέβαλλαν την υποχώρηση
και από το Αφιόν Καραχισάρ πίσω στο Ουσάκ. Ο στρατηγικός αντικειμενικός σκοπός,
να παρασύρουν τις τουρκικές δυνάμεις σε μια αποφασιστική μάχη, προκειμένου μέσω
της ήττας να εξαναγκαστούν σε διαπραγματεύσεις συνθηκολόγησης, δεν καρποφόρησε.
Αντίθετα ισχυροποίησε την θέση των εθνικιστών, προκαλώντας κρίση στην Αθήνα. Ο
Καλογερόπουλος παραιτήθηκε και τη θέση του ανέλαβε ο Γούναρης.
         Η δύσκολη θέση της χώρας χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο, όταν νέα
συμμαχική πρόταση πάνω στο μικρασιατικό έκανε την εμφάνισή της τον Ιούνιο. Η νέα
πρόταση ήταν ακόμα πιο ευνοϊκή για τους Τούρκους καθώς οι ελληνικές δυνάμεις θα
έπρεπε να εκκενώσουν την Μ. Ασία.
         Στην εξέλιξη αυτή, η κυβέρνηση αποφάσισε νέα επίθεση, με σκοπό να πετύχει
______________________________________________________________________
1. Από την τοποθεσία αυτή πήρε το όνομά του ο Ισμέτ Ινονού καθώς ήταν διοικητής των δυνάμεων που απώθησαν το ελληνικό Γ’ Σώμα Στρατού.
                                                   
αποφασιστική νίκη επί των Τούρκων, μεταβαλλόντας έτσι τις εις βάρος της Ελλάδας
συνθήκες. Για την προετοιμασία της επίθεσης έφτασε στη Σμύρνη και ο Κωνσταντίνος
συνοδευόμενος από τον Γούναρη. Στις 25 Ιουνίου ξεκίνησε γενική επίθεση, σε όλο το
εύρος του μετώπου. Μετά από σκληρές μάχες, τα τουρκικά στρατεύματα αναγκάσθηκαν
σε υποχώρηση, ανατολικά του ποταμού Σαγγάριου. Η υποχώρηση των Τούρκων είχε
ως αποτέλεσμα:
                1. Να δημιουργήσει ψευδαίσθηση οριστικής νίκης
                2. Να δημιουργήσει στην Ευρώπη την εντύπωση πως ο ελληνικός
                     στρατός είχε πετύχει όλους τους αντικειμενικούς σκοπούς του.
                3. Την απώλεια της σιδηροδρομικής γραμμής που ένωνε την
                     Άγκυρα με τον Βόσπορο και το Ικόνιο, κόβοντας έτσι τη γραμμή
                     από όπου εφοδίαζαν τους Τούρκους οι Ιταλοί και οι Γάλλοι.
          Και ενώ στην Ελλάδα επικρατούσε κλίμα ενθουσιασμού, στην Κιουτάχεια1 έλαβε
χώρα πολεμικό συμβούλιο, με σκοπό να καθοριστούν οι ενέργειες που έπρεπε να
γίνουν, ώστε να εκμεταλλευθούν την ευνοϊκή κατάσταση. Η αισιοδοξία, λόγω της
πρόσφατης επιτυχίας και η πεποίθηση πως ο τουρκικός στρατός ήταν διαλυμένος
οδήγησαν στη λήψη απόφασης συνέχισης της προέλασης ανατολικά του Σαγγάριου.
Σκοπός της ενέργειας ήταν να προλάβουν να χτυπήσουν τον εχθρό στις βάσεις του
κοντά στην Άγκυρα πριν του δοθεί η ευκαιρία να ανασυνταχθεί.
          Στις 21 Ιουλίου εκδηλώθηκε άριστα οργανωμένη αντεπίθεση του Ισμέτ, η οποία
παρ’ ολίγο να κυκλώσει το Γ’ Σώμα και να το εξουδετερώσει. Ο κίνδυνος
απομακρύνθηκε χάρη στη έγκαιρη επέμβαση της πρώτης μεραρχίας. Αν και η
αντεπίθεση απέτυχε, φάνηκε πως ο τουρκικός στρατός κάθε άλλο παρά διαλυμένος
ήταν2. Την 1η Αυγούστου άρχισε και πάλι η ελληνική προέλαση, μέσω της Αλμυράς
Ερήμου, προς τον Σαγγάριο. Τελικά η αναμέτρηση έλαβε χώρα στο κεντρικό
μικρασιατικό υψίπεδο, στις παρυφές των βουνών που περιβάλλουν την Άγκυρα. Η μάχη
κράτησε 22 μέρες και νύκτες με μεγάλες απώλειες και για τις δύο πλευρές. Ο ίδιος ο
Κεμάλ δήλωνε πως «δεν ήταν μια μάχη μεταξύ δύο στρατών. Ήταν η ολοκληρωτική
σύγκρουση δύο λαών που πολεμούσαν για την ύπαρξή τους χρησιμοποιώντας όλες τις
______________________________________________________________________
1.Ο Αντιστράτηγος Αν. Παπούλας, που καταγόταν από το Μεσολόγγι, εισήλθε νικητής στην πόλη του εκπορθητή της γενέτειρας του.
2.Δημήτρη Φωτιάδη, ο.π., σελ. 61

υλικές και ηθικές τους δυνάμεις1»
          8.2. Η ΤΕΛΜΑΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
          Η κούραση των ελληνικών στρατευμάτων, λόγω έλλειψης εφεδρειών, τα
προβλήματα εφοδιασμού, και οι μεγάλες απώλειες οδήγησαν στην απόφαση για
διακοπή των επιθετικών επιχειρήσεων. Η εξέταση των στοιχείων από το επιτελείο,
έδειχνε πως η εξακολούθηση της προέλασης ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένη και
πολύ δύσκολο να υποστηριχθεί. Η αδυναμία της ελληνικής πλευράς να υπερκεράσει την
τουρκική άμυνα και να καταλάβει την Άγκυρα, δίνοντας συντριπτικό πλήγμα, οδήγησε
στην σύμπτυξη πίσω στη γραμμή Εσκί Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ και Μαιάνδρου
ποταμού, όπου και σταθεροποιήθηκε (μήκους 700 χιλιομέτρων). Η μάχη του Σαγγάριου
ήταν η τελευταία επιθετική ενέργεια του ελληνικού στρατού στη Μ. Ασία. Είχαν διατεθεί
όλες οι δυνάμεις, σε έμψυχο και άψυχο υλικό, σ’ αυτή την τελευταία προσπάθεια μιας
αποφασιστικής ολοκληρωτικής νίκης, χωρίς όμως θετικό αποτέλεσμα. Έτσι ενώ η
τουρκική πλευρά ενισχυόταν συνεχώς σε πολεμικό υλικό από την Ιταλία τη Γαλλία και τη
Σοβιετική Ένωση, η Ελλάδα αδυνατούσε να αναπληρώσει τις απώλειες της, χάνοντας
τη δυνατότητα λήψης άλλης επιθετικής πρωτοβουλίας. Στην αποτυχία της θερινής
επίθεσης είχε συμβάλει και η άρνηση των Βρετανών να πουλήσουν πολεμικό υλικό
τηρώντας, αυστηρά, τη στάση ουδετερότητας που είχαν αποφασίσει οι σύμμαχοι τον
Απρίλιο2. Η απόφαση αυτή βεβαίως δεν εμπόδιζε τους Ιταλούς και τους Γάλλους να
εφοδιάζουν τον Κεμάλ, καταπατώντας την απόφαση για ουδετερότητα που
προφασίζονταν οι Βρετανοί.
          Η τελμάτωση των επιχειρήσεων επέδρασε αρνητικά στο ηθικό των ελληνικών
μονάδων και ανησυχία στο εσωτερικό της χώρας. Ο Παπούλας έστειλε έκθεση στην
κυβέρνηση με τη εκτίμηση του για την κατάσταση. Η κυβέρνηση βρισκόμενη σε πλήρη
αμηχανία καθυστερούσε να απαντήσει. Ωστόσο η στρατιά αγωνιούσε, γιατί η
σοβαρότητα της κατάστασης απαιτούσε άμεσηαντιμετώπιση. Ο Παπούλας
επικοινώνησε, τηλεγραφικώς, με την Αθήνα μη διστάζοντας να προτείνει και πολιτική
λύση στο πρόβλημα, « Επίτευξιν ταχείας ανακωχής κατόπιν μέχρι σήμερον επιτυχιών θα
ήτο αρίστη λύσις και από ηθικής απόψεως και συμφέροντος στρατεύματος3». Η
απάντηση, που τελικά δόθηκε στον Παπούλα, είναι χαρακτηριστική της αδυναμίας του
Γούναρη να λάβει απόφαση και αποποιούμενος κάθε ευθύνη, διέταξε τη στρατιά να
______________________________________________________________________
1. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, ο.π. , σελ. 164
2. Πέτρος Σιούσιουρας, ο.π. , σελ. 30
3.Δημήτρη Φωτιάδη, ο.π., σελ, 106

πράξει σύμφωνα με το στρατιωτικό συμφέρον, απαλλασσόμενη από κάθε πολιτική
σκέψη και πολιτικό αντικειμενικό σκοπό.
         8.3. ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ
         Παράλληλα ο Γούναρης ξεκίνησε περιοδεία στο εξωτερικό σε μια προσπάθεια
εξασφάλισης πόρων, καθώς υπέρογκα ποσά απαιτούνταν για την συντήρηση της
μικρασιατικής στρατιάς και τα ταμεία ήταν πια άδεια. Οι προσπάθειες του δεν βρήκαν
ανταπόκριση, καθώς ο Γάλλος πρωθυπουργός δήλωνε, πως η Ελλάδα δεν μπορούσε
ναι περιμένει τίποτα από την Γαλλία όσο ο Κωνσταντίνος βασίλευε στην Ελλάδα. Στο
Λονδίνο η κατάσταση ήταν πιο θερμή μεν, αοριστόλογη δε. Ο Λόρδος Κόρζον τόνισε,
στην ελληνική αντιπροσωπεία, το λάθος της Ελλάδας να μην αποδεχτεί τις συμμαχικές
προτάσεις, στην διάσκεψη του Λονδίνου. Θεώρησε πιθανή μια πολιτική λύση με ακόμα
μεγαλύτερες θυσίες από ελληνικής πλευράς, η οποία όμως θα έβγαζε από το αδιέξοδο
τη χώρα. Ο Γούναρης, τηλεγραφικά, πρότεινε στην Αθήνα την αποδοχή των όρων. Σε
αίτηση του για δάνειο η αγγλική κυβέρνηση τον παρέπεμψε σε ιδιωτικές τράπεζες. Το
μόνο, τελικά, που έλαβε ο Γούναρης ήταν μια πρόσκληση για διάσκεψη στις Κάννες,
όπου θα συζητούνταν το ελληνικό ζήτημα, στις αρχές του επόμενου χρόνου. Επόμενη
στάση της ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν η Ρώμη. Πριν τις εκλογές, η Ιταλία
υποστήριζε μυστικά του Κωνσταντινικούς, προσπαθώντας να μειώσει τη δύναμη του
Βενιζέλου, τον οποίο θεωρούσε επικίνδυνο για τα σχέδια της στην περιοχή. Πίστευαν,
μάλιστα, πως πράγματι θα αποσύρονταν οι Έλληνες από τη Μ. Ασία, όπως
προεκλογικά δήλωναν. Από τη στιγμή όμως που ακολουθούσαν την ίδια πολιτική, δεν
είχαν λόγο πια να υποστηρίζουν τις κινήσεις των φιλοβασιλικών1.
         Η διάσκεψη των Καννών διακόπηκε μετά από κυβερνητική κρίση που ξέσπασε
στη Γαλλία. Οι εργασίες της θα επαναλαμβάνονταν στο Παρίσι μετά τη διευθέτηση της
κρίσης. Στο Παρίσι έγινε πρόταση από Βρετανούς, Γάλλους και Ιταλούς, να αποχωρήσει
ο ελληνικός στρατός από την Μ. Ασία, να αποστρατικοποιηθεί η ανατολική Θράκη, να
αλλάξει το καθεστώς της Κωνσταντινούπολης, ενώ την προστασία των μειονοτήτων θα
αναλάμβανε η Κοινωνία των Εθνών. Η τουρκική πλευρά, βρισκόμενη πια σε θέση
ισχύος, δεν δέχτηκε αυτούς τους όρους. Η διάσκεψη δεν ολοκληρώθηκε, λόγω νέας
κρίσης, στην Ιταλία αυτή τη φορά και αναβλήθηκε επ’ αόριστο. Ο Γούναρης
αναγκάστηκε να μεταβεί και πάλι στο Λονδίνο. Αυτή τη φορά συνάντησε πλήρη άρνηση,
ακόμα και αυτής έστω της ηθικής υποστήριξης. Για την ακρίβεια, στα αιτήματά του η
Βρετανική κυβέρνηση δεν έκανε ούτε τον κόπο να απαντήσει. Απελπισμένος και
ταπεινωμένος, ο πρωθυπουργός, επέστρεψε στην Ελλάδα μετά από πέντε μηνών
______________________________________________________________________
1. Δημήτρη Φωτιάδη, ο.π., σελ. 161

άσκοπη περιπλάνηση στην Ευρώπη. Επικρίθηκε εντονότατα στη Βουλή και
ανασχημάτισε την κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να μην χάσει την εμπιστοσύνη του
κοινοβουλίου. Αναγκάστηκε τελικά να παραιτηθεί τον Μάιο του ‘22. Την θέση του
ανέλαβε ο Ν. Στράτος, ο οποίος καταψηφίστηκε, για να ακολουθήσει η κυβέρνηση
Πρωτοπαπαδάκη. Η κατάσταση, για τη νέα κυβέρνηση, ήταν υπερβολικά δύσκολη,
καθώς είχε οδηγηθεί σε τέλμα σε όλα τα επίπεδα. Στην προσπάθεια να βρεθεί
λύση, κατέληξαν σε δύο κατευθύνσεις. Η μία ήταν, πρόταση για τη δημιουργία
αυτόνομου μικρασιατικού κράτους. Το κράτος θα βρισκόταν κάτω από την κυριαρχία
της Τουρκίας, με βασικές του αρχές την ισονομία και ισοπολιτεία χριστιανών και
μουσουλμάνων. Η δεύτερη, πιο επιθετική, ήταν προσπάθεια κατάληψης της
Κωνσταντινούπολης ως μέσο πίεσης για τη σύναψη συμφωνίας1. Η πρώτη
προσέκρουσε στην τουρκική αδιαλλαξία και η δεύτερη, μετά την κατηγορηματικά
αρνητική στάση των Συμμάχων και την απειλή χρήσης βίας, εγκαταλείφθηκε.
          Την κατάσταση χειροτέρεψε και η επιλογή της κυβέρνησης να πάψει τον
Παπούλα από διοικητή των στρατευμάτων στη Μ. Ασία2 και να τον αντικαταστήσει με
τον Αντιστράτηγο Χατζηανέστη3. Ο νέος Διοικητής της στρατιάς, μετά από
δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του μετώπου, βρήκε την κατάσταση λίαν ικανοποιητική, το
ηθικό του στρατεύματος υψηλό και δήλωσε στην κυβέρνηση και τον Βασιλέα πως
οποιαδήποτε επίθεση του εχθρού θα τον οδηγούσε σε ήττα.
          Στο αντίπαλο στρατόπεδο, οι τουρκικές δυνάμεις γίνονταν όλο και πιο ισχυρές
και με ακμαίο ηθικό προετοιμάζονταν για την δυναμική τους αντεπίθεση. Η από καιρό
αναμενόμενη αντεπίθεση ξεκίνησε το πρωί της 13ης Αυγούστου με επίκεντρο το Αφιόν
Καραχισάρ. Η εσφαλμένη διάταξη των ελληνικών μονάδων, η απόσταση από τις
γραμμές ανεφοδιασμού και κυρίως η απόσταση του στρατηγείου από το μέτωπο,
οδήγησαν σύντομα σε κατάρρευση. Ο Χατζηανέστης, βρισκόμενος στη Σμύρνη, εξέδιδε
διαταγές εκτός πραγματικότητας ενώ την ίδια ώρα αιχμαλωτίζονταν πολλές μονάδες.
Άλλες υποχωρούσαν άτακτα προς τα παράλια. Τα υποχωρούντα ελληνικά στρατεύματά
ακολουθούσε πλήθος προσφύγων, που αναζητούσαν προστασία, κινούμενο προς τη
Σμύρνη και την Ελλάδα στη συνέχεια. Η περιπέτεια που είχε εμπλακεί η χώρα, από το
1914, κατέληγε με τον πιο τραγικό τρόπο για το έθνος.
______________________________________________________________________
1.Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, ο.π., σελ. 166
2.Την άνοιξη του ’22 του έγινε πρόταση από την επιτροπή ενικής άμυνας Κων/πολης να ηγηθεί κινήματος με σκοπό την
αυτονόμηση της Κων/πολης και της Σμύρνης υπό την προστασία των συμμάχων, στα πλαίσια της συνθήκης των Σεβρών. Η
επιλογή του ονόματος του Παπούλα ήταν αποτέλεσμα της αφατρίαστης στάσης με την οποία διοικούσε το στράτευμα, του
πατριωτισμού του και του κύρους που εξέπεμπε. Δυστυχώς παρότι ενημέρωσε την Αθήνα, για τις προθέσεις της επιτροπής, ο
Στεργιάδης τον διέβαλε, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ύποπτος κινήματος και να απομακρυνθεί από τη διοίκηση του στρατεύματος.
3.Η επιλογή Χατζηανέστη είναι περίεργη, καθώς το 1916 του είχε αφαιρεθεί η διοίκηση της V μεραρχίας λόγω ανικανότητας
διοίκησης, από τον υπουργό στρατιωτικών τότε Δ. Γούναρη, με την σύμφωνη γνώμη του Κωνσταντίνου.

                                            ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
                                                Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
          9.1 ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ
          Ο ελληνικός πληθυσμός της Σμύρνης και οι πρόσφυγες που είχαν συγκεντρωθεί
στην πόλη ζούσαν πια στιγμές αγωνίας, μένοντας απροστάτευτοι, αφού οι ελληνικές
στρατιωτικές μονάδες εκκένωναν την περιοχή. Μέχρι τις 4 Σεπτεμβρίου είχε
αποχωρήσει και ο τελευταίος Έλληνας στρατιώτης από μικρασιατικό έδαφος. Τα
τουρκικά στρατεύματα μπήκαν στην πόλη στις 27 Αυγούστου και εγκαταστάθηκε
τουρκική διοίκηση υπό τον Νουρεντίν Πασά. Ο ίδιος υποδαύλισε το πογκρόμ που
ακολούθησε κατά των Ελλήνων και Αρμενίων. Το απόγευμα της ημέρας που ανέλαβε τη
διοίκηση παρέδωσε, στον τουρκικό όχλο, τον Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο1 και
άλλους δημογέροντες, τους οποίους βασάνισαν και τελικά σκότωσαν με φρικτό τρόπο.
Το απόγευμα της 31ης Αυγούστου ξεκίνησε πυρκαγιά στην αρμένικη συνοικία. Η φωτιά
επεκτάθηκε γρήγορα και στην ελληνική, λόγω ισχυρών ανέμων. Υπάρχουν άπειρες
μαρτυρίες, πως η πυρκαγιά , ήταν αποτέλεσμα εμπρησμού από τη μεριά των Τούρκων.
Τούρκοι έριχναν βενζίνη, αντί νερού, και στρατιώτες εμπόδιζαν Έλληνες και Αρμένιους,
να διαφύγουν προκειμένου να μην καούν ζωντανοί. Ο πρόξενος των ΗΠΑ Χόρτον
αναφέρθηκε ξεκάθαρα στις προσπάθειες εθνικής εκκαθάρισης εναντίον των
χριστιανικών κοινοτήτων και τη συμμετοχή του τουρκικού όχλου στις σφαγές, τις
βιαιοπραγίες και τους εμπρησμούς. Με αυτό τον τραγικό τρόπο ξεκίνησε ο ξεριζωμός
της, από αιώνες, ελληνικής παρουσίας στα ιωνικά εδάφη.
          Είναι εύκολο να κατηγορηθούν οι μεταβενιζελικές κυβερνήσεις για ανικανότητα ή
ακόμα και για προδοσία, από τη στιγμή που ο στρατός, στη Μ. Ασία, αφέθηκε να
αντιμετωπίσει μόνος τη μοίρα του, χωρίς εφόδια, για έναν περίπου χρόνο. Μεγάλο
μερίδιο ευθύνης για την τραγική τύχη των μικρασιατικών χριστιανικών πληθυσμών
φέρουν οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες πρόδωσαν την Ελλάδα, πριν ακόμα την ήττα
του Βενιζέλου και την επάνοδο του Κωνσταντίνου. Όταν τους δόθηκε η αφορμή να
εκδηλώσουν και φανερά την προδοσία τους, κατηγόρησαν για τη στάση τους αυτή την
ίδια την Ελλάδα. Έτσι κι αλλιώς η Ιταλία από την αρχή ήταν εχθρική απέναντι στην
ελληνική επέκταση στην Μ. Ασία, ενώ η Γαλλία πριν ακόμα την υπογραφή της συνθήκης
των Σεβρών είχε μετανιώσει για την εντολή που έδωσε στην Ελλάδα2. Η βρετανική
υποστήριξη ήταν, έτσι κι αλλιώς, χωρίς αντίκρισμα, αφού δεν μεταφράστηκε
______________________________________________________________________
1. Ο Χρυσόστομος είχε διακριθεί για την δράση του στη Μακεδονία, την εποχή του Μακεδονικού αγώνα κατά των Βουλγάρων.
2. Τη θέση αυτή είχε εκφράσει ο Κλεμανσώ στον Λόυντ Τζορτζ λίγο καιρό πριν την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών.

ποτέ, σε κάτι παραπάνω από θερμά λόγια. Η ελληνική προσπάθεια εξυπηρετούσε τα
βρετανικά συμφέροντα, με μηδενικό κόστος για την αγγλική κυβέρνηση. Η
σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ Ελλάδας και Συμμάχων δημιούργησε τις
προϋποθέσεις για την τελική καταστροφή. Η παραμονή του Βενιζέλου στην εξουσία
είναι πιθανό να είχε σώσει την Ελλάδα. Ας μην ξεχνάμε πως η συμμετοχή της Ελλάδας
στον Α’ ΠΠ ήταν δικό του έργο, ενώ η συνδρομή των ελληνικών όπλων είχε
αποφασιστική σημασία για την τελική νίκη των συμμάχων. Ακόμα και η συμμετοχή στην
εκστρατεία της Ουκρανίας ήταν ένα διπλωματικό ατού, στα χέρια του Βενιζέλου και
μόνο. Ο ίδιος με τη στάση του, είχε υποχρεώσει τους συμμάχους να αποδεχτούν το
μεγαλύτερο μέρος των διεκδικήσεών του. Η παραμονή του στην εξουσία ίσως να μην
έδινε άλλοθι στην αλλαγή πολιτικής των Συμμάχων. Οπωσδήποτε, λόγω της
διπλωματικής του οξυδέρκειας, θα είχε έγκαιρα διαγνώσει προθέσεις ενάντιες στο
εθνικό συμφέρον και θα είχε προβεί σε κατάλληλες ενέργειες. Η απόφαση του Βενιζέλου
να προχωρήσει σε εκλογές, τη στιγμή που δεν είχε ολοκληρωθεί η προσπάθεια,
επικρίθηκε από φίλους και εχθρούς εντονότατα. Δυστυχώς, ενώ λαός είχε πιστέψει στην
μεγάλη ιδέα, δεν άφησε τον εμπνευστή της να την ολοκληρώσει, ενώ εμπιστεύτηκε
πολιτικούς, που όλα τα προηγούμενα χρόνια κατήγγειλαν την πολιτική Βενιζέλου.
           Οι μεταβενιζελικές κυβερνήσεις και κυρίως ο Γούναρης ακολούθησαν μια
πολιτική που δεν την πίστευαν1, συνέχισαν έναν αγώνα που, χωρίς την συγκατάθεση
των Συμμάχων, θεωρούνταν καταδικασμένος. Επιπλέον η προώθηση αμφιβόλου
ικανότητας αξιωματικών, με βάση την πολιτική τους τοποθέτηση και οι τραγικοί χειρισμοί
των καταστάσεων, ήταν επόμενο να εκμηδενίσει την τιτάνια προσπάθεια που κατέβαλε
ο Ελληνικός Στρατός στη Μ. Ασία και να οδηγήσει στην καταστροφή. Πριν ακόμα
σφραγιστεί η τύχη του ελληνισμού της Μ. Ασίας, αρνήθηκαν την βοήθεια του Βενιζέλου,
για να μην καρπωθεί τις όποιες διπλωματικές επιτυχίες. Η πολιτική απειρία, η
πρωτοφανής αδεξιότητα2 και οι κοντόφθαλμα μικροκομματικές επιδιώξεις, σε
συνδυασμό με τα έντονα πολιτικά πάθη και την συμφεροντολογική πολιτική των
συμμάχων, οδήγησαν στην αποτυχία της μικρασιατικής εκστρατείας και την καταστροφή
της Σμύρνης.
           9.2 ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ
           Μετά την εκκένωση της Μ. Ασίας από τα ελληνικά στρατεύματα κατέφυγαν στη
Λέσβο και την Χίο3. Στις 11 Σεπτεμβρίου εκδηλώθηκε κίνημα, με ηγετική ομάδα την
______________________________________________________________________
1.Δημήτρη Φωτιάδη, ο.π., σελ. 36
2.Πέτρου Σιούσιουρα, ο.π., σελ. 31
3.Το ίδιο σελ. 32

επαναστατική επιτροπή, που δημιουργήθηκε στην Αθήνα, από τους Συνταγματάρχες
Νικόλαο Πλαστήρα, Στυλιανό Γονατά και τον Αντιπλοίαρχο Δημήτριο Φωκά. Η επιτροπή
ζήτησε την παραίτηση της κυβέρνησης και του Κωνσταντίνου από τον θρόνο, υπέρ του
διαδόχου Γεωργίου του Β’. Ζήτησε επίσης την διάλυση της Βουλής και προέβη σε
ενίσχυση του στρατού στη Θράκη. Στις 13 Σεπτεμβρίου σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό
τον Σωτήριο Κροκιδά, ενώ στις 14 παραιτήθηκε ο Κωνσταντίνος και μετέβη στο
Παλέρμο της Ιταλίας, όπου και απεβίωσε στο τέλος του έτους.
           Αμέσως μετά την ορκομωσία της νέας κυβέρνησης ο Κροκιδάς όρισε ανακριτική
επιτροπή, με πρόεδρο τον σκληροπυρηνικό Στρατηγό Θεόδωρο Πάγκαλο, για
διερεύνηση ευθυνών των πολιτικών προσώπων από το 1920 και μετά. Μετά τη
διατύπωση κατηγοριών οι φερόμενοι ως υπεύθυνοι της καταστροφής παραπέμφθηκαν
σε δίκη από έκτακτο στρατοδικείο που δημιουργήθηκε για τις ανάγκες της υπόθεσης.
Τελικά δικάστηκαν οι πολιτικοί Δ. Γούναρης, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Ν. Θεοτόκης, Γ.
Μπαλτατζής, Ν. Στράτος και οι στρατιωτικοί Γ. Χατζηανέστης, Μ. Γούδας και Ξ.
Στρατηγός. Όλοι οι πολιτικοί και ο Χατζηανέστης κρίθηκαν ένοχοι εσχάτης προδοσίας
και εκτελέστηκαν λίγο αργότερα την 15η Νοεμβρίου του ’22. Ουσιαστικά επρόκειτο για
πολιτική δίκη με γνωστό, από την αρχή, αποτέλεσμα. Οι έξι που εκτελέστηκαν ήταν
εξιλαστήρια θύματα της τρομερής τραγωδίας που υπέστη ο ελληνισμός. Η κατηγορία
της εσχάτης προδοσίας δύσκολα μπορεί να σταθεί νομικά. Μάλιστα ο ίδιος ο Βενιζέλος
που βρισκόταν στο εξωτερικό, για τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, προσπάθησε να
επέμβει προκειμένου να μην εκτελεστούν οι έξι1 . Ο ίδιος, άλλωστε δήλωσε, το 1929,
πως όλοι έπραξαν ότι ήταν δυνατό από την πλευρά τους για να αποφευχθεί η
καταστροφή2.
           Η υπόθεση της δίκης των έξι, όπως έμεινε τελικά γνωστή, αλλά κυρίως η
θανατική καταδίκη των κατηγορούμενων πολιτικών, δημιούργησε αρνητικές εντυπώσεις
στο εξωτερικό. Οι Βρετανοί μάλιστα απείλησαν με ανάκληση του Πρέσβη τους από την
Αθήνα. Την πρόθεση αυτή την τόνισε ιδιαίτερα και ο Βενιζέλος στον πρωθυπουργό, με
τηλεγράφημα, φοβούμενος για την έκβαση των διαπραγματεύσεων της συνδιάσκεψης
της Λοζάνης, που εκείνη την περίοδο ξεκινούσε τις εργασίες της.
           Η ελληνική εμπλοκή στη Μ. Ασία, τυπικά, τερματίστηκε την 11η Οκτωβρίου με την
υπογραφή ανακωχής στα Μουδανιά. Εκεί αποφασίστηκαν η άμεση αποχώρηση των
ελληνικών δυνάμεων από την ανατολική Θράκη, αποκατάσταση των τουρκικών αρχών
στην περιοχή και διατήρηση των ευρωπαϊκών στρατευμάτων στην ουδέτερη ζώνη των
στενών. Τελική απόφαση για το καθεστώς των στενών θα λαμβάνονταν κατά
______________________________________________________________________
1. Πέτρου Σιούσιουρα, ο.π., σελ. 37
2.Το ίδιο, σελ. 31

την συνδιάσκεψη που θα ακολουθούσε δυο μήνες αργότερα στη Λωζάνη1.
        Στην Ελλάδα δεν έμενε παρά να δεχτεί τις αποφάσεις των Μουδανιών. Η
ενίσχυση του στρατεύματος στη περιοχή της Θράκης ασφαλώς δημιουργούσε
προϋποθέσεις για κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, ως μέσο πίεσης για επίτευξη
καλύτερων όρων. Ο Πάγκαλος θεωρούσε εφικτή αυτή την ενέργεια κυρίως λόγω της μη
ύπαρξης τουρκικών στρατευμάτων στη Θράκη. Η κυβέρνηση δεν έδωσε την
συγκατάθεση της, για κατάληψη της Πόλης, για να μην έρθει σε σύγκρουση με τους
Συμμάχους, τη στιγμή μάλιστα, που ενόψει των διαπραγματεύσεων, ήταν απαραίτητη η
συμμαχική κατανόηση. Αυτή ήταν και η άποψη του Βενιζέλου, ο οποίος κλήθηκε να
αναλάβει την ηγεσία της αντιπροσωπείας της χώρας στην επικείμενη συνδιάσκεψη.
1.Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, ο.π., σελ. 168

                                            ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
                                    Η ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΛΟΖΑΝΗΣ
           10.1 ΟΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ
           Οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν στα τέλη του 1922 στην Λοζάνη της
Ελβετίας και κράτησαν μέχρι τα τέλη Ιουλίου του επόμενου έτους. Στις εργασίες της
συμμετείχαν οι Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία, Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία και
φυσικά οι δύο αντιμαχόμενοι Ελλάδα και Τουρκία. Σκοπός της διάσκεψης ήταν η τελική
χάραξη των συνόρων, οι πολεμικές αποζημιώσεις, ο καθορισμός του καθεστώτος των
στενών και η επίλυση πληθυσμιακών και άλλων θεμάτων, προς επίτευξη μιας διαρκούς
ειρήνης στα Βαλκάνια και τη Ν.Α. Μεσόγειο γενικότερα.
           Η επικράτηση των Τούρκων εθνικιστών στη Μ. Ασία μετά τη νίκη τους επί του
Ελληνικού Στρατού, είχε μετατρέψει την Τουρκία από μια ηττημένη χώρα, σε μια
υπολογίσιμη περιφερειακή δύναμη, ανατρέποντας τις παλαιότερες συμφωνίες. Η νέα
θέση της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή, συνέβαλε στη στάση που τήρησε η τουρκική
αντιπροσωπεία στην Λοζάνη. Ο επικεφαλής της αποστολής, Ισμέτ Πασάς1, από την
πρώτη στιγμή έθεσε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων διεκδικήσεις που θα
μπορούσαν να χαρακτηριστούν απαράδεκτες, από όλες τις συμμετέχουσες δυνάμεις
στην διάσκεψη2. Μεταξύ άλλων διεκδικούσαν εδάφη δυτικά του Έβρου, υπερβολικά
υψηλές αποζημιώσεις, εκατομμυρίων χρυσών λιρών και απομάκρυνση του
Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη.
           Αυτή η τουρκική στάση δημιούργησε προβλήματα στην πορεία των εργασιών, με
αποτέλεσμα να δημιουργηθούν εκ νέου σενάρια για έναρξη επιχειρήσεων. Ο Βενιζέλος
εκτιμώντας πως θα εξασφάλιζε την υποστήριξη των συμμάχων ή έστω την ανοχή τους,
προέτρεψε στην προετοιμασία για ανακατάληψη της ανατολικής Θράκης3. Σύμφωνα με
τον ίδιο, προκειμένου να προχωρήσουν σε επιχειρήσεις έπρεπε να:
               1. Να εξασφαλισθεί το αξιόμαχο του στρατεύματος στην
                     περιοχή της Θράκης (κατάλληλη προετοιμασία,
                     εφοδιασμός, ανύψωση ηθικού κπλ).
______________________________________________________________________
1. Μετέπειτα Ισμέτ Ινονού
2.Διον. Α. Κόκκινου, ο.π., τόμος 4, σελ. 1340
3.Η προηγούμενη ενίσχυση και αναδιοργάνωση της στρατιάς Έβρου, από τον Πάγκαλο, αφ’ ενός είχε ανεβάσει το ηθικό του
στρατεύματος, αφ’ εταίρου είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις να χρησιμοποιηθούν οι δυνάμεις αυτές ως ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί.

              2.     Να επιτραπεί η είσοδος του στόλου στην Προποντίδα
              προκειμένου να εμποδίσουν τις τουρκικέςμεταφορές
              στρατευμάτων στην ανατολική Θράκη.
              3.    Να αποσπασθεί η γιουγκοσλαβική υποστήριξη, σε
              περίπτωση εμπλοκής της Βουλγαρίας1.
         Οι Τούρκοι με τη αδιαλλαξία τους οδηγούσαν τις συνομιλίες σε αδιέξοδο. Η
πιθανότητα επιθετικής ενέργειας τον Μάιο ήταν ιδιαίτερα έντονη. Είναι χαρακτηριστική η
τηλεγραφική επικοινωνία μεταξύ Αλεξανδρή2, κυβέρνησης και Βενιζέλου. Ενημέρωνε
την Αθήνα, πως στις 27 του Μαΐου η αποστολή θα κατήγγειλε την ανακωχή για να
ξαναρχίσουν οι εχθροπραξίες, αν βέβαια μέχρι τότε δεν είχε επιτευχθεί συμφωνία. Για
την επιτυχή εκτέλεση των επιχειρήσεων, ζητούσε να ληφθούν μέτρα για την εξασφάλιση
της βουλγαρικής ουδετερότητας, την γρήγορη προέλαση του στρατού και την
παρεμπόδιση των Τούρκων να περάσουν στη Θράκη από τον στόλο ή τους συμμάχους
και τέλος για τον επαρκή εφοδιασμό του στρατού.
         Η απάντηση της κυβέρνησης είναι χαρακτηριστική, όχι μόνο της αισιοδοξίας,
αλλά και της επιθυμίας να ισχυροποιηθεί η θέση της χώρας και να ανακτηθεί κάποιο,
έστω, από το χαμένο έδαφος της συνθήκης των Σεβρών:
              « Η κυβέρνησις εξετάσασα όλας τας απόψεις και έχουσα
              κατηγορηματικήν την γώμην του Αρχηγού του Στρατού, ότι και εις την
              μάλλον δυσμενή περίπτωσιν, καθ’ ην δεν θα επιτραπεί η διέλευσης του
              Στόλου δια των Στενών, αι στρατιωτικαί επιχειρήσεις από ξηράς
              θεωρούνται εξησφαλισμέναι, απεδέχθη παμψηφεί ως μόνην δια την
              Ελλάδα συμφέρουσα λύσιν την ταχυτέρα ανάλυψιν της επιθέσεως κατά
              των Τούρκων. Ο Στρατός έχει εφόδια επαρκή και ο Στόλος αφθόνους
              γαιάνθρακας. Έχομεν πλήρη συνείδηση του μεγέθους της
              λαμβανομένης σήμερον αποφάσεως και παρασκευάσαντες ταύτην
              στρατιωτικώς, όσο ήτο ανθρωπίνως δυνατόν καλύτερον, υπό τας
              συνθήκας υφ’ ας ευρέθημεν, αποδυόμεθα εις τον αγώνα πλήρεις
              ελπίδος. Είθε ο συνδυασμός των στρατιωτικών και διπλωματικών
              επιτυχιών να  απόδώσει τους καλυτέρους διά   την   τόσον
              ταλαιπωρηθήσαν Πατρίδα μας καρπούς. Παρακαλέι, είδησις προς
              καταγγελίαν ανακωχής παρ’ ημών να γίνει όσο το δυνατόν
______________________________________________________________________
1.Πέτρου Σιούσιουρα, ο.π., σελ. 40
2.Μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας και παρολίγον αντικαταστάτης του Βενιζέλου.

               εγκαιρότερον, καθ’ όσον παρέλευσις χρόνου είναι επ’ ωφελεία του
               εχθρού1».
           Είναι εύκολα διακριτή η αλλαγή της στάσης της ελληνικής κυβέρνησης, σε σχέση
με τις προηγούμενες. Η χώρα έπαψε να κινείται συρμένη από γεγονότα. Αντίθετα
σχεδίαζε με προσοχή και αποφασιστικότητα, βήματα που θα οδηγούσαν τις εξελίξεις ή
έστω θα την κρατούσαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με το κεφάλι ψηλά.
            Οι εξελίξεις αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα, την τελευταία στιγμή ο Ισμέτ Πασάς να
υποχωρήσει και να ξαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις υπό άλλο πνεύμα. Όλο πλέον το
δυναμικό της χώρας και όλα τα διαπραγματευτικά μέσα χρησιμοποιήθηκαν για την
επίτευξη όσο το δυνατό καλύτερων αποτελεσμάτων στη συνθήκη που θα έκλεινε το
κεφάλαιο Μεγάλη Ιδέα για το ελληνισμό. Την 24η Ιουλίου 1923 ο Βενιζέλος ανακοίνωσε,
στον πρωθυπουργό Γονατά και τον αρχηγό της επανάστασης Πλαστήρα την υπογραφή
της συνθήκης. Ο ίδιος σημειώνει, στο τηλεγράφημά του, πως δεν πρόκειται σαφώς για
θρίαμβο, αλλά για μια συνθήκη που επιτρέπει στην Ελλάδα να επιστρέψει υπερήφανα
στην ειρηνική της ζωή και να αφοσιωθεί με όλες της τις δυνάμεις στα μεγάλα εσωτερικά
προβλήματα περιλαμβανομένου και του προσφυγικού2.
           10.2 ΤΟ ΝΕΟ ΕΔΑΦΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
           Η συνθήκη της Λοζάνης περιλάμβανε 143 κύρια άρθρα τα οποία ρύθμιζαν τα
θέματα που αναφέρθηκαν στη αρχή του κεφαλαίου. Τα νέα σύνορα της χώρας
διαμορφώθηκαν όπως περίπου είχαν ανακοινωθεί από τους Συμμάχους τον Σεπτέμβριο
του ’22 και διατυπώθηκαν στα Μουδανιά την 11η Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Ο ποταμός
Έβρος ήταν η νέα συνοριακή γραμμή Ελλάδας – Τουρκίας, αφήνοντας έτσι την
ανατολική Θράκη στην Τουρκία. Η αξίωση του Ισμέτ για διεξαγωγή δημοψηφίσματος
στη δυτική Θράκη και επιστροφή των Καραγάτς και Διδυμότειχου στην Τουρκία, όπως
προέβλεπε η συμφωνία της Κωνσταντινούπολης το 1913, προσέκρουσε στις θέσεις των
Συμμάχων. Με την ίδια λογική θα έπρεπε να διεξαχθεί δημοψήφισμα στην
Κωνσταντινούπολη και την Καλλίπολη. Επίσης η στρατηγική σημασία του Διδυμότειχου
και του Καραγάτς εκμηδενιζόταν λόγω της αποστρατικοποίησης σε βάθος 30
χιλιομέτρων. Εξάλλου η μετανάστευση πολλών Ελλήνων από την ανατολική στη δυτική
Θράκη είχαν διαμορφώσει μια εθνολογικά ξεκάθαρη κατάσταση.
           Η Τουρκία αμφισβήτησε και την κυριότητα των νησιών του Β.Α. Αιγαίου (Ίμβρο,
Τένεδο και Σαμοθράκη), ενώ απαίτησε και καθεστώς αυτονομίας για Λήμνο, Λέσβο,
Χίο, Σάμο, Ικαρία. Το κύριο επιχείρημα για αυτή την απαίτηση ήταν ότι στα ελληνικά
______________________________________________________________________
 1.Πέτρου Σιούσιουρα, ο. π., σελ. 41
2.Διον. Α. Κόκκινου, ο.π., τόμος 4 σελ. 1341


χέρια, αυτά θα ήταν απειλή για τα μικρασιατικά παράλια, υπονομεύοντας τη
σταθερότητα στην περιοχή. Η ελληνική αντιπροσωπεία απάντησε προτάσσοντας την
ελληνικότητα των νήσων και την αποδοχή της κυριαρχίας της Ελλάδας σε αυτά, από την
Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επί πλέον τα νησιά δεν χρησιμοποιήθηκαν σαν ορμητήριο
ποτέ, ακόμα και κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας. Τελικά συμφωνήθηκε η
παραχώρηση Ίμβρου και Τενέδου στην Τουρκία, παρά την ελληνικότητα τους, με τον
όρο όμως της αυτοδιοικήσεως. Επίσης θεσμοθετήθηκε και η αποστρατικοποίηση τους,
όπως ακόμα της Λήμνου και της Σαμοθράκης. Για τα υπόλοιπα νησιά αναγνωρίστηκε η
ελληνική κυριαρχία, με μόνη υποχρέωση τη μερική αποστρατικοποίηση τους. Οι
στρατιωτικές δυνάμεις των νησιών έπρεπε να έχουν καθαρά ρόλο άμυνας1.
          10.3 Η ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ
          Για πρώτη φορά έγινε λόγος για ανταλλαγή πληθυσμών, μεταξύ Ελλάδας και
Τουρκίας, το 1914 από τον Βενιζέλο. Ήταν μια λύση που θα σταματούσε τις διώξεις του
ελληνικού στοιχείου που βρισκόταν υπό τουρκικό ζυγό, κάθε φορά που οι δύο χώρες
έρχονταν σε αντιπαράθεση. Το ζήτημα αυτό ατόνησε, λόγω του ξεσπάσματος του
Α’ΠΠ. Μετά την μικρασιατική καταστροφή, η ανταλλαγή πληθυσμών αναδύθηκε                                             εκ
νέου. Η επιθυμία και των δύο χωρών να είναι όσο το δυνατόν πιο καθαρές, εθνολογικά,
μετά και από τον καθορισμό των συνόρων τους, ήταν ο βασικός παράγοντας επιδίωξης
μιας συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών.
          Η πολιτική της εθνικής καθαρότητας του νέου τουρκικού κράτους, εκφρασμένη
από την εθνικιστική ηγεσία, είχε σαν αποτέλεσμα εκτοπίσεις του ελληνικού στοιχείου,
καταστροφή περιουσιών, βιασμών και πλήθους άλλων βιοπραγιών και διώξεων, με
σκοπό τη φυσική εξόντωση ή τον εξαναγκασμό των Ελλήνων σε φυγή από την χώρα2.
Η ελληνική πλευρά εκτίμησε πως οι συνθήκες ήταν τέτοιες που δεν επέτρεπαν
επιστροφή των προσφύγων στις πατρογονικές τους εστίες. Η πρόβλεψη ήταν ότι το
κύμα προσφύγων θα συνέχιζε να ρέει προς την Ελλάδα, αφού δεν υπήρχε δυνατότητα
πίεσης της Τουρκίας να σεβαστεί τον ελληνικό πληθυσμό και η διεθνής κοινότητα
έδειχνε απρόθυμη να εμπλακεί στα εσωτερικά της. Έτσι η νέα πολιτική ηγεσία της
Ελλάδας ζήτησε από την Κοινωνία Των Εθνών, να μεσολαβήσει προκειμένου να
αποδεχτεί η Τουρκία συμφωνία για την ανταλλαγή. Οι Τούρκοι από την άλλη πλευρά,
αντιδρούσαν στην ανταλλαγή. Με τους διωγμούς που ασκούσαν, οι Έλληνες δεν είχαν
______________________________________________________________________
1.Η αποστρατικοποίηση των νησιών ήταν συνδεδεμένη με αυτή των Στενών. Έτσι καταργήθηκε όταν οι Τούρκοι, μετά τη συνθήκη του Μοντρέ, στρατικοποίησαν τα Στενά. Τα υπόλοιπα νησιά απαλλάχθηκαν από τη μερική στρατικοποίηση μετά την εκδηλούμενη απειλή από την πλευρά της Τουρκίας και το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας που παρέχει ο καταστατικός χάρης του ΟΗΕ
2. Χιλιάδες ήταν οι πρόσφυγες που κατέφυγαν σε εδάφη μη ελεγχόμενα από τους Τούρκους, για να σωθούν από τις θηριωδίες
τους.


άλλη οδό από την φυγή. Παράλληλα η διατήρηση των μουσουλμανικών και τουρκικών
πληθυσμών σε ελληνικά εδάφη θα έδινε στην Τουρκία μελλοντικά διπλωματικά
ερείσματα.         Τελικά η διεθνής πίεση για την επίτευξη τελικής λύσης ανάγκασε τους
Τούρκους να υποχωρήσουν. Η ανταλλαγή θα ήταν υποχρεωτική, με εξαίρεση, έπειτα
από έντονο ελληνικό αίτημα, την Κωνσταντινούπολη1, Ίμβρο, Τένεδο και τη δυτική
Θράκη. Στο πλαίσιο αυτό της συμφωνίας ορίστηκε και το καθεστώς λειτουργίας του
Πατριαρχείου. Οι Τούρκοι επιθυμούσαν την απομάκρυνση του, από το τουρκικό
έδαφος, με την αιτιολογία πως λειτουργούσε ως πολιτικός θεσμός. Με παρέμβαση του ο
Βενιζέλος τόνισε την ιστορική ανάγκη διατήρησης του Πατριαρχείου στην Πόλη. Εξ
άλλου ο Σουλτάνος Μοχάμετ ΙΙ τη επομένη της άλωσης αναγνώρισε τα προνόμια του
Πατριάρχη. Μετά από πρότασή του για απομάκρυνση του εν ενεργεία Πατριάρχη2 και
ύστερα από διαβεβαιώσεις ότι το Πατριαρχείο θα είχε αυστηρά και μόνο θρησκευτικές
αρμοδιότητες, έγινε αποδεκτή η παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη.
         Η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών επισημοποίησε την οριστική
απομάκρυνση των Ελλήνων από τις προαιώνιες εστίες τους στα εδάφη της Ιωνίας και
της ανατολικής Θράκης.
         10.4. ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ
         Το θέμα των αποζημιώσεων και η επίλυση του δημιούργησε αρκετές περιπέτειες.
Η υπερβολικές τουρκικές απαιτήσεις λίγο έλειψε να οδηγήσουν σε σύγκρουση, όπως
είδαμε και στην αρχή του κεφαλαίου. Η ελληνική δυνατότητα χρήσης της στρατιάς
Έβρου για ανακατάληψη της Θράκης δεν ήταν άγνωστη από την Τουρκία. Η χρήση της
ως διαπραγματευτικό χαρτί από τον Βενιζέλο είχε ως αποτέλεσμα την υποχώρηση των
Τούρκων από την απαίτηση αυτή.
         Η ελληνική αντιπροσωπεία αναγνώριζε το δικαίωμα των Τούρκων να
αποζημιωθούν. Το κύμα των χιλιάδων προσφύγων που κατέφυγαν στην Ελλάδα όμως,
δημιουργούσε τεράστια οικονομικά προβλήματα στη χώρα, ώστε αδυνατούσε να
ανταπεξέλθει σε νέα οικονομικά βάρη. Δεδομένης της αναγνώρισης του δικαιώματος
της Τουρκίας από την ελληνική πλευρά, το πρόβλημα λύθηκε με πρόταση του Γάλλου
Στρατηγού Πελλέ, να παραχωρηθεί το Καραγάτς στους Τούρκους και να παραιτηθούν
από χρηματικές απαιτήσεις. Η συμφωνία και τον δύο πλευρών σε αυτή τη λύση έβγαλε
από το αδιέξοδο και την ενδεχόμενη νέα πολεμική αναμέτρηση τις δύο χώρες.
         Οι όροι που υπέγραψε η Ελλάδα στη Λοζάνη σαφώς δεν αντανακλούν στο
μεγαλείο της επιτυχίας των Σεβρών. Ωστόσο η δυτική Θράκη αποδιδόταν οριστικά στην
1. Η παροικία της Πόλης βρισκόμενη πάντα υπό καθεστώς καταπίεσης και ενίοτε διωγμών από 279.788 χιλιάδες που αριθμούσε το
1924, σήμερα δεν ξεπερνά τις 3.000, σε αντίθεση με τους μουσουλμάνους, της Θράκης, που αύξησαν τον πληθυσμότους.
2.Αρετή Τούντα Φεργάδη, ο.π., σελ. 191

Ελλάδα, όπως και τα νησιά του Αιγαίου, πλην των νήσων Ίμβρου και Τενέδου. Η
πληθυσμιακή ομοιογένεια της χώρας αυξήθηκε και τέθηκαν οι βάσεις για μια εξωτερική
πολιτική στηριζόμενη σε ρεαλιστικότερους εθνικούς στόχους. Ταυτόχρονα τερματιζόταν
μια πολύχρονη προσπάθεια που ξεκίνησε το 1912 και είχε απορροφήσει τεράστιους
πόρους από το δυναμικό της. Η Ελλάδα μπορούσε πια να αφιερωθεί στα μεγάλα
εσωτερικά της προβλήματα και στην αποκατάσταση των σχέσεων της με τις μεγάλες
ευρωπαϊκές δυνάμεις, ακόμα και στην δημιουργία σχέσεων με την Τουρκία, σχέσεις που
επέβαλαν τόσο η γειτονία, όσο και το εμπορικό και οικονομικό συμφέρον1.
______________________________________________________________________
1.Αρετή Τούντα Φεργάδη, ο.π., σελ. 204

                           ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
                                  ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

       Η χρονική περίοδος 1914 – 1922 είναι μια από της σημαντικότερες για την
ελληνική ιστορία. Η μελέτη της, σε όλα τα επίπεδα, αποκαλύπτει όλο το μεγαλείο των
Ελλήνων και συγχρόνως τα ελαττώματα που τους χαρακτηρίζουν. Ο λαός μας συνηθίζει
να λέει πως η ιστορία επαναλαμβάνεται. Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει, είναι
η επανάληψη συμπεριφορών. Έτσι και στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, οι
προσωπικές φιλοδοξίες, η απουσία ομοψυχίας η αποποίηση ευθυνών και η αδυναμία
συνεργασίας για τον κοινό σκοπό, ήταν μερικά από τα χαρακτηριστικά της ελληνικής
συμπεριφοράς. Αν οι πολιτικοί ηγέτες μπορούσαν να ξεπεράσουν αυτά τα
χαρακτηριστικά, δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα αποτελέσματα θα ήταν διαφορετικά.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι ακριβώς θα είχε συμβεί, όμως είναι σίγουρο πως δεν
θα είχε διχαστεί το έθνος. Είναι επίσης βέβαιο πως δεν θα υπήρχαν τα έκτακτα
στρατοδικεία και οι εκτελέσεις εξιλαστήριων θυμάτων. Υπό αυτό το πρίσμα, η εξαγωγή
συμπερασμάτων και η αξιοποίηση τους για την αποφυγή μελλοντικών λαθών, είναι το
ζητούμενο κάθε ιστορικής μελέτης.
       Την περίοδο 1912 – 1913 στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας, κυριαρχούσαν τα
ίδια πρόσωπα. Οι τεράστιας σημασίας, διπλωματικές και στρατιωτικές, επιτυχίες
βοήθησαν τη χώρα να γίνει υπολογίσιμη δύναμη στα Βαλκάνια. Η ευφυής πολιτική του
Ελευθέριου Βενιζέλου και η εμπνευσμένη διοίκηση του στρατεύματος, από τον
Κωνσταντίνο, συνδυασμένες οδήγησαν το έθνος σε στιγμές δόξας μέσα σε κλίμα
ομοψυχίας και σύνταξης στον κοινό σκοπό. Έναν χρόνο αργότερα, τα ίδια πρόσωπα
ήλθαν σε ρήξη. Η μεταξύ τους σύγκρουση επέδρασε ισχυρά πάνω στον θερμόαιμο λαό.
Η επακόλουθη δημιουργία πολιτικών παθών, δεν αξιολογήθηκε και κατέληξε να διχάσει
την Ελλάδα κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μετά την αποχώρηση του Βασιλέως το 1917,
η πολιτική δημόσιας τάξης, που ακολούθησε η κυβέρνηση Βενιζέλου, δεν σίγασε τα
πολιτικά πάθη. Ο ενθουσιασμός, που προκλήθηκε από την εκπλήρωση των
αλυτρωτικών επιδιώξεων, καταλάγιασε για λίγο την ένταση. Όταν όμως ο Βενιζέλος
ηττήθηκε, στις εκλογές του ’20, οι αντίπαλοι του βρήκαν την ευκαιρία να εκδικηθούν για
τις διώξεις που είχαν υποστεί. Η νέα κυβέρνηση του Ράλλη, όπως και οι μετέπειτα
Καλογερόπουλου και Γούναρη, απέτυχαν με τη σειρά τους να ξεπεράσουν αυτά τα
προβλήματα. Η συνέχιση της πολεμικής προσπάθειας με το έθνος διχασμένο, τη στιγμή
που όλο το δυναμικό, σε όλα τα επίπεδα, έπρεπε να προσφέρει τις υπηρεσίες του, ήταν
παρακινδυνευμένη. Τα τραγικά γεγονότα της μικρασιατικής καταστροφής οφείλονται,
κατά μεγάλο μέρος στις πολιτικές πρακτικές, όλων των παρατάξεων της εποχής.
       Η εσωτερική κατάσταση στην Ελλάδα, διαμόρφωσε και την εξωτερική της
πολιτική. Πριν τον πόλεμο και στα πρώτα χρόνια του, η χώρα παρουσίαζε δύο
πρόσωπα. Η ασαφής στάση απέναντι στους αντίπαλους συνασπισμούς έδωσε την
ευκαιρία σε όλους τους αντιμαχόμενους όχι μόνο να παραβιάσουν την ουδετερότητα
της Ελλάδας, αλλά να αμφισβητήσουν και την κυριαρχία της. Τα εδάφη της
καταπατήθηκαν, χρησιμοποιήθηκαν για στρατιωτικούς σκοπούς και οι κάτοικοι της
υπέστησαν τις διώξεις και τη βία των Βούλγαρων. Για την κατάσταση αυτή ευθύνονται
και ο Κωνσταντίνος και ο Βενιζέλος. Από τη μια ο Βασιλιάς απέρριπτε την πολεμική
συμμετοχή της Ελλάδας, ακόμα και όταν οι Γερμανοί επέτρεπαν στους συμμάχους τους
να καταλάβουν την Μακεδονία και να πράξουν βιαιότητες εναντίον του πληθυσμού.
Από την άλλη, ο Βενιζέλος επέλεξε την οδό του διχασμού, αποσκοπώντας στην
εκπλήρωση των εθνικών στόχων. Αν και το αποτέλεσμα δικαίωσε τις προβλέψεις του,
η πολιτική του διχασμού είχε τίμημα βαρύ για την χώρα. Εντοπίζουμε όμως κάποια
ελαφρυντικά και για τους δύο ηγέτες. Ο Κωνσταντίνος, δεν ήθελε να εκτεθεί η χώρα,
πολεμώντας στο πλευρό των συμμάχων, αφού ο ίδιος πίστευε απόλυτα στην
επικράτηση των κεντρικών αυτοκρατοριών. Γνωρίζοντας όμως την αγγλική υπεροπλία
στη θάλασσα δεν επεδίωξε και την συμμαχία με τη Γερμανία προστατεύοντας την
Ελλάδα από το αγγλικό ναυτικό. Ο Βενιζέλος, αντίθετα, ήταν σίγουρος για τη νίκη της
Entente. Από την αρχή πίστευε επίσης πως και οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι θα
συμμετείχαν στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας. Θεωρώντας, ο Βενιζέλος, τη
σύγκρουση και με τις δύο χώρες μελλοντικά δεδομένη, ήταν μοναδική ευκαιρία να τους
αντιμετωπίσει η χώρα με ισχυρούς συμμάχους δίπλα της.
       Μετά την αποχώρηση του Κωνσταντίνου, την πρώτη φορά, η χώρα ξεκαθάρισε
την εξωτερική της πολιτική, με αποτέλεσμα την συμμετοχή της στον πόλεμο. Η
συμμετοχή αυτή, όπως και η εκστρατεία της Ουκρανίας χρησιμοποιήθηκαν με τον
καλύτερο τρόπο από τον Πρωθυπουργό. Οι διπλωματικές του ικανότητες ήταν
αδιαμφισβήτητες. Το υπόμνημα που κατέθεσε στην συνδιάσκεψη των Παρισίων, με τις
ελληνικές διεκδικήσεις ήταν αριστοτεχνικά συνταγμένο. Ειδικά στην περίπτωση της Μ.
Ασίας και της Κωνσταντινούπολης δεν διεκδίκησε την ελληνική κυριαρχία στις περιοχές,
αλλά άφηνε την πρώτη σε ειδικό αυτόνομο καθεστώς και τη δεύτερη υπό την
προστασία της Κοινωνίας Των Εθνών, ως διεθνές κράτος. Η εντολή που δόθηκε για
κατάληψη της Σμύρνης ασφαλώς και δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Οι εθνικοί πόθοι
εκπληρώνονταν με τον καλύτερο τρόπο. Όχι απλά αυτόνομη Σμύρνη, αλλά υπό
ελληνική κατοχή και με δυνατότητα μελλοντικής ένταξης στην Ελλάδα.

       Τα λάθη του πρόσφατου παρελθόντος και τα πολιτικά πάθη, όμως, δεν άφησαν
στον εμπνευστή του σχεδίου την ολοκλήρωση του έργου. Το μεγαλύτερο ίσως λάθος
του Βενιζέλου, είναι η αποδοχή του αιτήματος της αντιπολίτευσης για εκλογές. Αν και το
μεγαλείο της εθνικής επιτυχίας ήταν σχεδόν καθολικά αποδεκτό στην Ελλάδα, ο
Βενιζέλος έχασε τις εκλογές και αποχώρησε από την χώρα απογοητευμένος. Οι
πολιτικοί του αντίπαλοι προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τις επιτυχίες του Κρητικού
πολιτικού, αντιστρέφοντας την πολιτική τους. Οι κινήσεις τους όμως έγιναν χωρίς
κάποιο προηγούμενο σχεδιασμό, με αποτέλεσμα, τη δυσαρέσκεια των συμμάχων.
Όπως είδαμε και στο αντίστοιχο κεφάλαιο, Γάλλοι και Ιταλοί περίμεναν στη γωνία την
Ελλάδα. Η επιστροφή του Κωνσταντίνου τους έδωσε την αφορμή να απομονώσουν
διπλωματικά τη χώρα με όλα τα επακόλουθα. Αν εκείνη τη στιγμή ο Κωνσταντίνος
αρνούνταν την επιστροφή του στο θρόνο και άφηνε στη θέση του κάποιο διάδοχο, ίσως
οι εξελίξεις να είχαν πάρει άλλο δρόμο.
       Η εκστρατεία στη Μικρά Ασία ξεκίνησε ως μέτρο επιβολής της τάξης σε μια χώρα
ηττημένη. Η ανάγκη προστασίας των χριστιανικών και κυρίως των ελληνικών
πληθυσμών οδήγησε τα ελληνικά στρατεύματα στα ιωνικά εδάφη. Σαφώς και η
επέκταση της ζώνης ελέγχου δεν ανήκε στα αρχικά σχέδια. Κρίθηκε όμως σκόπιμη μετά
την άρνηση των εθνικιστών να συμμορφωθούν με τη συνθήκη των Σεβρών. Η
μεταβενιζελικές κυβερνήσεις έμπλεξαν σε μια κατάσταση εξαιρετικά δύσκολη. Από τη
μια η συνέχιση των επιχειρήσεων ήταν αναγκαία και από τη άλλη δεν υπήρχε
προοπτική βοήθειας από καμία πλευρά. Αντίθετα, οι Τούρκοι είχαν πια όλα τα
πλεονεκτήματα. Αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με τα σοβαρότατα λάθη της
πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, μεγεθύνουν την τιτάνια προσπάθεια του ελληνικού
στρατού στη Μικρά Ασία. Το σοβαρότερο πρόβλημα για την εξέλιξη της εκστρατείας
μετά την ήττα των φιλελευθέρων στις εκλογές του ’20, ήταν η έλλειψη σαφούς
στρατηγικής. Στην αρχική φάση της εκστρατείας η κατάσταση ήταν δεδομένη. Η
ελληνική εμπλοκή στην περιοχή είχε αστυνομικό χαρακτήρα και προέκυπτε από
συμμαχικές εντολές. Οι Τουρκικές παρενοχλήσεις απαίτησαν αλλαγή στον τρόπο
δράσης και την επέκταση της ζώνης ελέγχου, χωρίς όμως να οδηγούν σε έναν
ολοκληρωτικό αγώνα μακριά από τις γραμμές εφοδιασμού. Η επιλογή των
κυβερνήσεων να παρασυρθούν σε έναν αγώνα φθοράς, ενάντια σε έναν εχθρό που
δυνάμωνε μέρα με τη μέρα, αποδείχτηκε ολέθρια. Η εξέλιξη των επιχειρήσεων δεν
βασίστηκε πάνω σε προσεκτικό σχεδιασμό και κατάλληλη προετοιμασία, ενώ και οι
αντικειμενικοί σκοποί ήταν αμφιβόλου αξίας. Η κατάσταση έγινε ακόμα πιο δύσκολη
μετά την απόφαση να σταματήσει η προέλαση προς την Άγκυρα. Κατά την υποχώρηση
οι ελληνικές δυνάμεις απλώθηκαν σε ένα μέτωπο εύρους 700 χιλιομέτρων. Οι Τούρκοι
έσπασαν εύκολα τις γραμμές και το μέτωπο κατέρρευσε οδηγώντας αρκετές μονάδες
σε αιχμαλωσία και τις υπόλοιπες σε φυγή, αδυνατώντας να προστατέψουν και τους
πρόσφυγες που ακολουθούσαν.
       Ο επίλογος της τραγικής κατάληξης της εκστρατείας ήταν η συνθήκη της
Λοζάνης. Η προσπάθειες της ελληνικής αντιπροσωπείας μπορεί να μην αποτέλεσαν
διπλωματικό θρίαμβο, έφεραν όμως ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα για την χώρα μετά
από την καταστροφή που υπέστη. Σίγουρα αν συγκριθεί με αυτή των Σεβρών δεν
μπορεί παρά να προκαλεί θλίψη για αυτά που χάθηκαν. Δεν πρέπει όμως να ξεχνούμε
πως με την επικύρωση της τα σύνορα μας έφτασαν μέχρι τον Έβρο και η ελληνική
κυριαρχία επισημοποιήθηκε στα νησιά του Αιγαίου.
       Το χρονικό διάστημα που καλύπτει αυτή η μελέτη, σημάδεψε τον ελληνικό λαό
βαθιά. Ακόμα και σήμερα, η αναφορά στα γεγονότα της μικρασιατικής περιπέτειας
προκαλεί έντονο ενδιαφέρον και πικρία. Αν και έχουν περάσει εκατό σχεδόν χρόνια, τα
γεγονότα της περιόδου έφεραν την Ελλάδα τόσο κοντά στην εκπλήρωση των
αλυτρωτικών πόθων και της αίγλης του παρελθόντος, που ο πόνος για τις χαμένες
πατρίδες δεν μπορεί να καταλαγιάσει. Αυτό ενισχύεται και από τον ξεριζωμό του
ελληνικού στοιχείου της Μ. Ασίας, οι απόγονοι του οποίου εξακολουθούν να διατηρούν
άσβεστη τη μνήμη των τραγικών γεγονότων της εποχής. Ο τρόπος που διαμορφώθηκαν
τα γεγονότα σε επίπεδο διπλωματίας και εξωτερικής πολιτικής, χρήζει ενδελεχούς
μελέτης, όχι μόνο για ιστορικούς λόγους, αλλά κυρίως γιατί ο ερευνητής θα αποκτήσει
μια συνολική εικόνα για τον τρόπο που ασκείται, διαχρονικά, η εξωτερική πολιτική, τόσο
της Ελλάδας, όσο και των ισχυρών δυνάμεων του πλανήτη.

                                     ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Δ. Δρογίδη, Βαλκάνια η γη της φωτιάς, έκδοση Τζιαμπίρη - Πυραμίδα
2. Αλ. Αδ. Κύρου, Ελληνική εξωτερική πολιτική, βιβλιοπωλείο της Εστίας
3. Διον. Α. Κόκκινου, Ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, εκδόσεις Μέλισσα
4. Αρετή Τούντα – Φεργάδη, Θέματα Ελληνικής Διπλωματικής Ιστορίας 1912 – 1941,
εκδ. Σιδέρης
5. Purnell, Ιστορία του 20ου Αιώνος, εκδ. Χρυσός Τύπος,
6. Δ. Φωτιάδη, Σαγγάριος: Εποποιία και Καταστροφή         στη Μ. Ασία, Τα Φοβερά
Ντοκουμέντα, εκδ. Φυτράκη
7. Π. Σιούσιουρα, Πτυχές της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής στο Μεσοπόλεμο,  εκδ.
Σιδέρης,
8. Γ. Βεντήρη, Η Ελλάς του 1910 – 1920, Αθήνα 1931

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου