14/9/12

Οι φάσεις ανάπτυξης του ισλαμισμού, μέρος 1



του Γιώργου Καραμπελιά, απόσπασμα από το βιβλίο, Ισλάμ και Παγκοσμιοποίηση, η θανάσιμη δειλκυστίνδα,Εναλλακτικές Εκδόσεις 2001. Προσεχώς θα αναρτήσουμε και τη συνέχεια του κεφαλαίου, για το πως εξελίχθηκε ο ισλαμισμός τις τελευταίες δεκαετίες.

«H καθολική επανάσταση ενάντια στην επικυριαρχία των ανθρωπίνων όντων, σε όλες τις μορφές της και κάτω από οιονδήποτε θεσμό, η γενικευμένη ανταρσία σε κάθε σημείο της γης, η καταδίωξη των σφετεριστών (της θείας επικυριαρχίας) που διοικούν τους ανθρώπους με νόμους που προέρχονται από τους ίδιους, όλα αυτά σημαίνουν την καταστροφή του βασιλείου του ανθρώπου προς χάριν της βασιλείας του Θεού επί της γης… Δεν πρόκειται για απελευθέρωση του Άραβα ανθρώπου από το Ισλάμ ούτε για κάποια ιδιαίτερη «αποστολή» των Αράβων, καθώς το πεδίο του Ισλάμ είναι ο άνθρωπος καθεαυτός, το ίδιο το ανθρώπινο είδος… Έτσι το κίνημα του μουσουλμανικού αγώνα γίνεται ένας αμυντικός πόλεμος: υπεράσπιση του ανθρώπου απέναντι σε όλους εκείνους που αλλοτριώνουν την ελευθερία του και εμποδίζουν την απελευθέρωσή του μέχρις ότου να κυριαρχήσει πάνω στο ανθρώπινο είδος η βασιλεία του ιερού νόμου (σαρία)…»

Σαγιέντ Κουντμπ

Μααλίμ φι λ-ταρίκ (Ορόσημα)

Η επίθεση στην καρδιά της Αμερικής (εννοεί την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους) έφερε και πάλι στο προσκήνιο ένα ζήτημα που τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, ιδιαίτερα μετά την ιρανική επανάσταση, ανησυχεί και ταυτόχρονα γοητεύει τη Δύση: το ζήτημα του ισλαμισμού[1].

Η ανάπτυξη του ισλαμικού κινήματος και η «ισλαμοποίηση» των μουσουλμανικών χωρών αποτελούν μια έκφραση της αδυναμίας του δυτικού πολιτισμού να ενσωματώσει και να ενοποιήσει οικονομικά και πολιτιστικά τις διαφορετικές περιοχές του πλανήτη μας. Στo οπωσδήποτε περιορισμένo πλαίσιo αυτού του κεφαλαίου δεν σκοπεύουμε να μελετήσουμε εξονυχιστικά το ισλαμικό φαινόμενο ούτε να περιγράψουμε την έκταση και τις διαστάσεις του. Θα επιμείνουμε μάλλον στις ρίζες και στις προϋποθέσεις της ανάπτυξής του, στην εκδοχή του ριζοσπαστικού ισλαμισμού, αρχίζοντας τη μελέτη μας από τον αραβικό ισλαμισμό και διευρύνοντάς την προς το Ιράν και τον ευρύτερο μουσουλμανικό κόσμο.

Αποτελεί πλέον γενική παραδοχή πως η εξάπλωση του ισλαμισμού, μαζί με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, την ανάδυση της Κίνας και της Ασίας στο οικονομικό πεδίο και την εμφάνιση του εναλλακτικού κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, συνιστά ένα από τα σημαντικότερα φαινόμενα του τελευταίου τετάρτου του αιώνα που πέρασε. Ένα δισεκατομμύριο διακόσια εκατομμύρια άνθρωποι προσπαθούν να ξαναβρούν μέσω του Ισλάμ ένα στοιχείο ταυτότητας σε έναν κόσμο χωρίς νόημα που αποσυντίθεται, έναν κόσμο ξένο για τους λαούς του Τρίτου Κόσμου[2].

Για τους μουσουλμανικούς λαούς, το Ισλάμ τείνει να μεταβληθεί, από απλή θρησκευτική αναφορά, σε μια νέα καθολική ιδεολογία αντιπαράθεσης στον δυτικό πολιτισμό. Πολλά είναι τα στοιχεία που ενισχύουν αυτή τη διαπίστωση και ξεπερνούν τις «αραβικές διαστάσεις» του φαινομένου, από την ισλαμική επανάσταση στο Ιράν, την αντίσταση στο Αφγανιστάν, την αφύπνιση των ισλαμικών λαών της Σοβιετικής Ένωσης, έως την επέκταση, με γιγαντιαία βήματα, του Ισλάμ στους λαούς της Μαύρης Αφρικής και την αιματηρή μετεξέλιξη του αλγερίνικου και του αιγυπτιακού φονταμενταλισμού.

Το Ισλάμ ενισχύεται ακόμα και στις μητροπόλεις της Δύσης. Στη Γαλλία ζουν περίπου πέντε εκατομμύρια μουσουλμάνοι, στην Αγγλία δυόμισι έως τρία, στη Γερμανία πάνω από τρία[3] κλπ. Στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Black Muslims και ο Μαlcom Χ στις αποτέλεσαν απλώς ένα προανάκρουσμα για τον «Λαό του Ισλάμ» του Φάρραχαν[4] που συγκεντρώνει εκατομμύρια μαύρων μουσουλμάνων και ο οποίος πραγματοποίησε την περιβόητη πορεία του ενός εκατομμυρίου στον Λευκό Οίκο το 1995.

Μετά την έκλειψη –έστω και πρόσκαιρη– των εκκοσμικευμένων ιδεολογιών και την αποτυχία τους να απαντήσουν στα ζητήματα ανάπτυξης και ταυτότητας των κοινωνιών του Τρίτου Κόσμου, φαίνεται πως ο ισλαμισμός, στη ριζοσπαστική εκδοχή του, παίρνει τη σκυτάλη ως ένα κίνημα που εκφράζει τις λαϊκές μάζες των μουσουλμανικών χωρών, ως μια «παρέκκλιση του μοντερνισμού», όπως τον χαρακτήρισε ο Ζακ Μπερκ (Jacques Berque).

Στη Δύση, ήδη από τον 18ο και κυρίως τον 19ο αιώνα, οι κοσμικές ιδεολογίες αντικατέστησαν τις θρησκευτικές (ή ακριβέστερα τις μετασχημάτισαν στην εκκοσμικευμένη εκδοχή τους) και η αναζήτηση της ανθρώπινης πλήρωσης, συλλογικής και ατομικής, μετατέθηκε από το επέκεινα στο ενταύθα. Οι σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδεολογίες, ιδίως ο μαρξισμός, ολοκλήρωσαν αυτή τη μετάβαση συμπαρασύροντας στην εκκοσμίκευση και τα υπόλοιπα ιδεολογικά μορφώματα. Στη συνέχεια, κυρίως μέσω της εθνοδημοκρατικής και της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, αυτές οι εκκοσμικευμένες ιδεολογίες εξαπλώθηκαν και στον υπόλοιπο κόσμο, ιδιαίτερα στον Τρίτο Κόσμο, και εν μέρει εκτόπισαν τις θρησκευτικές ιδεολογίες στο πεδίο της καθημερινής ζωής και του ιδιωτικού βίου, όπως είχε γίνει και στη Δύση. Όλα έδειχναν λοιπόν πως και εδώ η εξέλιξη θα ήταν αντίστοιχη και τελικά οι θρησκείες θα παραχωρούσαν σταδιακώς τη θέση τους στις εγκόσμιες ιδεολογίες.

Όμως, μετά τη δεκαετία του ’60, που σηματοδότησε το απόγειο της εκκοσμίκευσης, αρχίζει η αντίστροφη κίνηση. Οι εισαγόμενες ιδεολογίες του σοσιαλισμού, της ανάπτυξης, της δημοκρατίας, αποτυγχάνουν. Ο εκσυγχρονισμός και η απαρχή της εκβιομηχάνισης θα οδηγήσουν σε κοινωνική καταστροφή τα παραδοσιακά στρώματα ενώ η πληθυσμιακή έκρηξη θα επιτείνει την κρίση. Μια συγκεκριμένη μορφή ένταξης στην παγκόσμια αγορά και οι επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου ρίχνουν στην ανεργία πάνω από τον μισό πληθυσμό του Τρίτου Κόσμου.

Στις ισλαμικές χώρες, οι ξεριζωμένες μάζες που μεταφέρονται στις παραγκογειτονιές των μητροπόλεων δεν έχουν άλλη διέξοδο, μέσα σε συνθήκες πολιτικής απολυταρχίας, παρά τη ριζική απόρριψη της δυτικής κουλτούρας και την καταφυγή στο Ισλάμ, μια και τόσο ο «εφαρμοσμένος» φιλελευθερισμός όσο και ο στρατιωτικο-κρατικός σοσιαλισμός υπήρξαν υπεύθυνοι για τα δεινά τους. Χαρακτηριστική ήταν η ιδεολογία των «μουσταφιζίν» (απόκληρων) της ιρανικής επανάστασης: «σοσιαλισμός και καπιταλισμός είναι τα δύο πρόσωπα της Δύσης και του Σατανά».

Σ’ αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερα έντονη μοιάζει η απόρριψη των εκδοχών του αραβικού σοσιαλισμού, εκτός ίσως από τον «ισλαμικό σοσιαλισμό» της Λιβύης. Στην Αίγυπτο, μια ριζοσπαστική ισλαμική ομάδα δολοφονεί τον Ανουάρ ελ Σαντάτ, ενώ στην Αλγερία, υπόδειγμα «αραβικού σοσιαλισμού», το Ισλαμικό Μέτωπο Σωτηρίας, που θα κερδίσει την πλειοψηφία στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών, αποκλείεται από την εξουσία και ο ισλαμισμός μετεξελίσσεται σε κίνημα γενικευμένης και ανελέητης τρομοκρατίας. Σε χώρες όπου η ετήσια αύξηση του πληθυσμού πλησιάζει ή και ξεπερνάει το 3% (στο Αφγανιστάν έφτασε, το 1999, στο 3,5%), όπου οι ηλικίες κάτω των 24 χρόνων ξεπερνούν το 60% του πληθυσμού και η ανεργία ανεβαίνει κατακόρυφα, οποιαδήποτε διέξοδος μοιάζει ερμητικά κλειστή. Έστω και προσωρινά λοιπόν, η συντριπτική πλειονότητα των νέων, συχνά μορφωμένων αλλά ανέργων, στρέφεται προς το τζαμί και το Ισλάμ.

Ωστόσο, αυτή η πρώτη ανάγνωση δεν αρκεί για να προσφέρει μια ικανοποιητική και σφαιρική απάντηση ως προς τις αιτίες της εξάπλωσης του ισλαμισμού, και ιδιαίτερα της ριζοσπαστικής εκδοχής του, η οποία, στη δεκαετία του ’90, τείνει να επεκταθεί ακόμα και στα πλέον παραδοσιοκεντρικά και συντηρητικά ρεύματά του, όπως στους ουαχαμπίτες της Σαουδικής Αραβίας. Θα χρειαστεί να προχωρήσουμε πιο πέρα για να εξηγήσουμε τους βαθύτερους λόγους της διοχέτευσης της οικονομικής και πολιτικής αμφισβήτησης στο κανάλι του ισλαμισμού.

O ισλαμισμός, ιδιαίτερα στη ριζοσπαστική εκδοχή του, έχει τη δυνατότητα να αναφέρεται στην ισλαμική παράδοση ακόμα και για τα κοινωνικά υποδείγματα που χρησιμοποιεί, καθώς βρίθει εξεγέρσεων κατά της άδικης εξουσίας όσο και κοινωνικών πειραματισμών κάθε είδους. Αναφερθήκαμε ήδη στους Καρμάτες και τους Ζεντζν. Όμως οι συγκρούσεις και οι αντιπαραθέσεις αρχίζουν ήδη πολύ νωρίς: μετά τον θάνατο του Μωάμεθ, ο οποίος δεν είχε αρσενικά παιδιά, γεγονός που απαγόρευε οποιαδήποτε δυναστική διαδοχή και νομιμοποίηση, ακολούθησαν οι 4 πρώτοι καλίφες που αναγνωρίζονται από όλες τις αιρέσεις και πτέρυγες του Ισλάμ. Ο Αμπού Μπακρ (632-634) ήταν πεθερός του προφήτη, ο Ομάρ (634-644), ο Οθμάν (644-656), γαμπρός του προφήτη και ο Αλί (656-661) εξάδελφος και γαμπρός του. Και οι τρεις τελευταίοι δολοφονήθηκαν. Μαζί τους αρχίζουν οι μεγάλες αντιπαραθέσεις που σημάδεψαν το Ισλάμ και το διαπερνούν μέχρι σήμερα. Ο Οθμάν υπήρξε ο πρώτος που άρχισε να θέτει την εγκόσμια εξουσία πάνω από την πνευματική, οργάνωσε τη σούνα (παράδοση) και η ταξική διαφοροποίηση έγινε εξόφθαλμη. Ο Αλί, εξάδελφος και γαμπρός του προφήτη, αν και εθεωρείτο ο νόμιμος διάδοχός του, παραμερίστηκε και ανέλαβε το καλιφάτο 24 χρόνια μετά, για να δολοφονηθεί πολύ σύντομα. Όμως είχε ήδη διαμορφωθεί η σία («κόμμα») του Αλί, που διεκδικούσε τη νομιμότητα της διαδοχής του. Η σία απέρριπτε την εκκοσμίκευση της εξουσίας και την ανάπτυξη των ταξικών διαφοροποιήσεων που εκπροσωπούσε πλέον το καλιφάτο. Ο Αλί ήρθε τελικά σε κάποιο συμβιβασμό με τους αντιπάλους του και πήρε το καλιφάτο.

Αντίθετοι στον συμβιβασμό ήταν οι Καρεζίτες που, ήδη από το 657, διαχωρίστηκαν από τη «σία του Αλί» αποτελώντας την πρώτη από τις αναρίθμητες αιρέσεις του σιιτισμού. Οι Καρεζίτες θεωρούν ότι ο αρχηγός της κοινότητας πρέπει να ορίζεται από αυτή, άσχετα από οποιαδήποτε διαδοχή ή και φυλή («κάθε μουσουλμάνος μπορεί να γίνει καλίφης, ακόμα και ένας μαύρος σκλάβος»). Όμως η πληβειακή και πνευματοκρατική («μετα-υλιστική») λογική του κόμματος του Αλί δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τους Άραβες ηγέτες που, μέσω της κατακτητικής τους πολιτικής και σε ελάχιστα χρόνια, είχαν κυριαρχήσει σε μια τεράστια και πλούσια περιοχή. Ο Μοαβίγια παγίδευσε και δολοφόνησε τον Αλί το 661 και στη συνέχεια εγκαθίδρυσε στη Δαμασκό την πρώτη κληρονομική δυναστεία των Ομμεϋάδων (661-750).

Με τη δολοφονία του Αλί, το Ισλάμ σχίζεται σε δύο πτέρυγες (σχίσμα που επισφραγίζεται με τον θάνατο του γιου του Αλί, Χουσεΐν, και της κόρης του Προφήτη Μωάμεθ, Φατιμά, γυναίκας του πρώτου και μητέρας του δεύτερου, στη μάχη της Κέρμπαλα το 680). Από τη μια πλευρά βρίσκεται η ορθοδοξία των σουνιτών, που υλοποιείται στην εγκόσμια εξουσία του καλίφη, και η οποία συγκροτεί ένα νομικο-θρησκευτικό οικοδόμημα –τη σούνα– το οποίο διαχειρίζεται μια τεράστια αυτοκρατορία. Η σουνιτική υπεροχή θα επισφραγιστεί με τους Τούρκους και τη μεταφορά του καλιφάτου στην Κωνσταντινούπολη. Από την άλλη βρίσκονται οι σιίτες, οι οποίοι απορρίπτουν την εγκόσμια εξουσία του αρχηγού των πιστών, περνούν στην «παρανομία» για δεκατέσσερις αιώνες και συγκροτούν το λαϊκό και αμφισβητησιακό Ισλάμ απέναντι στην εκκοσμικευμένη ορθοδοξία. Ηγέτης των σιιτών είναι ο ιμάμης (οδηγός) ο οποίος, σε αντίθεση με τον καλίφη (κληρονόμος, συνεχιστής, του προφήτη), δεν κατέχει κοσμική εξουσία. Έτσι και ο Αγιατολλάχ Χομεϊνί (Αγιατολλάχ=απόδειξη του Θεού) ή ο Καμενεΐ σήμερα δεν αναλαμβάνουν κοσμικά αξιώματα. Ο Χομεϊνί δεν πρέπει να συγχέεται με τον δωδέκατο ιμάμη. Για τον δωδεκατιστικό σιιτισμό, ένας και μόνο ιμάμης, στην κυριολεξία, μπορεί να υπάρξει· ο κρυμμένος δωδέκατος ιμάμης, η έλευση του οποίου θα σημάνει τη συντέλεια του κόσμου. Ο δωδέκατος ιμάμης των σιιτών, ο Μοχαμάντ αλ Μαχντί (πρώτος ήταν ο Αλί που εγκαινιάζει τη σιιτική γενεαλογία), χάθηκε το 879· «πέρασε στην παρανομία» και η έλευσή του θα συνοδευτεί από το τέλος του κόσμου και τη Δευτέρα Παρουσία. Έτσι, ο όρος ιμάμης μόνο καταχρηστικώς χρησιμοποιείται για ηγέτες όπως ο Χομεϊνί. Αυτή η παράδοση μεταβάλλει τον σιιτισμό σε παράγοντα διαρκούς αμφισβήτησης και υπονόμευσης των κατεστημένων εξουσιών, ακριβώς γιατί ελάχιστες φορές, όπως με τους Φατιμίδες στην Αίγυπτο και τη νίκη του σιιτισμού μετά τον 15ο αιώνα στο Ιράν, εμφανίστηκαν σιιτικές δυναστείες. Ο σιιτισμός είναι η θρησκεία των απόκληρων. Επιπλέον το δόγμα του, επειδή όχι μόνο επιτρέπει, αλλά επιβάλλει την αναζήτηση του κρυμμένου νοήματος των λόγων του προφήτη, ευνοεί τον προβληματισμό και… κατά συνέπεια τις δεκάδες αιρέσεις που αναπτύχθηκαν στους κόλπους του.

Αντιθέτως, στους σουνίτες εμφανίζονται μόνο διαφορετικές σχολές «ερμηνείας» (που είναι τέσσερις, οι μαλεκίτες στη Βόρεια Αφρική, οι χανμπαλίτες στην Αραβία, οι φιλελεύθεροι χανεφίτες στην Τουρκία, την Ινδία, την ΕΣΣΔ, και οι σαφιίτες στη Μέση Ανατολή ή την Ινδονησία), ενώ οι αποκλίνουσες ιδεολογίες θα πάρουν μάλλον τον δρόμο των θρησκευτικών ταγμάτων, όπως οι δερβίσηδες μπεκτασήδες, και του αποκρυφισμού (όπως ο σουφισμός)[12].

Εν κατακλείδι, οι σιίτες, παρόλο που αντιπροσωπεύουν σήμερα μόνο το 10% του Ισλάμ (120 εκατομμύρια πιστούς), αποτελούν μεγαλύτερο ποσοστό στο αραβικό Ισλάμ και προπαντός μια μόνιμη εστία αναταραχής. Η σία υπήρξε ο ανεξάντλητος τροφοδότης επαναστάσεων και εξεγέρσεων ενάντια στις κατεστημένες εξουσίες.

Η πρώτη μεγάλη σιιτική εξέγερση ήταν εκείνη του Αμπού Μουσλίμ που, ήδη το 747, στην ηγεσία των «μαυροντυμένων αγροτών», σάρωσε τη δυναστεία των Ομμεϋάδων. Όσο για τους Αββασίδες, τη μεγάλη αραβική δυναστεία που τους αντικατέστησε, είχαν ως εστία τους τη Μεσοποταμία, όπου ο σιιτισμός ήταν κυρίαρχος, ιδιαίτερα ανάμεσα στους αγρότες και τους δούλους που καλλιεργούσαν τα εύφορα εδάφη του Νότου γύρω από τη Μπάσρα… Από εκεί ξεκίνησαν αναρίθμητοι ξεσηκωμοί, που προμήνυαν και τους πιο πρόσφατους, πριν και μετά τον πόλεμο του Κόλπου, ενάντια στον «άπιστο δυνάστη» της Βαγδάτης. Οι εξισωτικές εξεγέρσεις υπήρξαν κυριολεκτικά αμέτρητες στη Μεσοποταμία και το Ιράν. Μετά τον Αμπού Μουσλίμ, που δολοφονήθηκε, ακολούθησαν εκείνες του Μάγου Νουντμπάντ (754-755), του Ουσταντασίς (766-769), η επανάσταση του «προφήτη με το καλυμμένο πρόσωπο», Αλ Μουκανά, στο Χορασάν (Νότιο Ιράν) το 777-780, ο μεγάλος ξεσηκωμός του Μπαμπέκ (813-838), που έφτασε από το Αζερμπαϊτζάν μέχρι το Ιράκ. Η εξέγερση των ινδικής καταγωγής Ζοττς στην Κάτω Μεσοποταμία, επί της εποχής του καλίφη Αλ Μαμούν (813-833), είχε σαν συνέπεια τον διασκορπισμό τους, μετά την ήττα τους, στα σύνορα της αυτοκρατορίας, για να εξελιχθούν στους σημερινούς τσιγγάνους. Αναφερθήκαμε ήδη στη μεγάλη εξέγερση των Ζεντζν (868-883) που κατέλαβαν όλες τις πόλεις του Νότιου Ιράκ, καθώς και τη Bασόρα, αντιστεκόμενοι για πολλά χρόνια στις στρατιές του καλίφη[13].

Αν και αυτές οι εξεγέρσεις έχουν αγροτικό υπόβαθρο, δεν λείπουν τα ανάλογα παραδείγματα και στις πόλεις. Kατά τη διάρκεια των αναταραχών που συνόδεψαν τον θάνατο του Χαρούν αλ-Ρασίντ, ο λαός της Βαγδάτης κατέλαβε για μικρό χρονικό διάστημα την πρωτεύουσα. Επρόκειτο για την «εξέγερση των γυμνών». Στη διάρκεια του καλιφάτου του Αλ Μαμούν, οι χριστιανοί κόπτες, βιοτέχνες στο Δέλτα του Νείλου, εξεγείρονται συσπειρώνοντας γύρω τους και τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα του μουσουλμανικού πληθυσμού. Χρειάστηκε να εκστρατεύσει ο ίδιος ο καλίφης για να καταστείλει την εξέγερση.

Το κίνημα των Καρματών απετέλεσε στη συνέχεια τη συμπύκνωση και την αναγωγή σε ένα ανώτερο επίπεδο αυτών των πολυάριθμων αγροτικών και αστικών εξεγέρσεων. Ξεκίνησε αρχικά από τις συντεχνίες, οι οποίες αντιπαρατίθονταν στην κεντρική εξουσία για πολλούς αιώνες και ιδιαίτερα στη διάρκεια του 10ου αιώνα. Το καρματιστικό κίνημα, που ήταν ταυτόχρονα θρησκευτικό και κοινωνικό, βασιζόταν σε μια μυστική οργάνωση με παράνομους «απεσταλμένους» και αντιπροσώπους σε κάθε περιοχή οι οποίοι είχαν αναλάβει να προετοιμάσουν την έλευση του «απόκρυφου προφήτη», του Μαχντί. Εξέφραζε ένα ευρύ κοινωνικό κίνημα, με διαμαρτυρίες, απεργίες, εξεγέρσεις και προωθούσε ένα σύνολο από κοινωνικά αιτήματα που αφορούσαν στην ατομική ελευθερία, την απόρριψη του επίσημου νόμου του Ισλάμ και την επιμονή στον σχετικό χαρακτήρα κάθε συστήματος ανθρώπινων σχέσεων. Οι θεωρητικοί του καρματισμού προβάλλουν μάλιστα την αξία της χειρωνακτικής εργασίας και του κόσμου της εργασίας.

Στο πολιτικό πεδίο, ο καρματισμός οδήγησε στην εγκαθίδρυση του καλιφάτου των Φατιμιδών στην Αίγυπτο, όπως και στην ανάδειξη μιας πολιτικής εξουσίας στον Περσικό Κόλπο.

Από τον σιιτισμό γενικότερα εκκινούν αναρίθμητες αιρέσεις με πολιτικο-κοινωνικό περιεχόμενο. Ο καθένας σχεδόν από τους δώδεκα ιμάμηδες αποτελεί και την αφετηρία μιας καινούργιας σέκτας. Από τον τέταρτο, τον Αλί Ζαΐν αλ-Αμπιντίν και τον Ζαΰντ, οι Ζαϋντίτες της Υεμένης. Από τον έβδομο, τον Ισμαήλ, οι Ισμαηλίτες και οι Καρμάτες. Από τους Ισμαηλίτες, που αποτέλεσαν τη σημαντικότερη και ριζοσπαστικότερη σιιτική αίρεση, με τους «αποκρυφους ιμάμηδες» και τον Αλ-Μαχντί (που δεν πρέπει να τον συγχέουμε με τον Μοχαμμάντ αλ-Μαχντί των πλειοψηφικών δωδεκατιστών σιιτών), προέρχεται και η δυναστεία των Φατιμιδών στην Αίγυπτο. Από την ισμαηλιτική γενεαλογία θα αποσχισθεί η αίρεση των Δρούζων και από τον Αλ Μουστανσίρ Νιζάρ, το 1094, θα προέλθει η αίρεση των Χασσασιγιούν. Από τον δέκατο ιμάμη των δωδεκατιστών εκκινούν οι Αλαουΐτες κ.ο.κ. Οι Δρούζοι, που βρίσκονται συγκεντρωμένοι στο όρος Λίβανος και τη Συρία, περίπου 900.000 σήμερα, αποτελούν μια ενδογαμική αίρεση, η οποία αποκρύπτει τα ιερά της βιβλία από τον εξωτερικό κόσμο, δεν δέχεται τη σαρία, δεν θεωρεί ιερό βιβλίο το Κοράνι, δεν έχει τζαμιά και πιστεύει στη μετεμψύχωση. Οι Χασσασιγιούν είναι οι περιβόητοι ασσασίνοι (δολοφόνοι) του Μάρκο Πόλο, οι οποίοι έπαιρναν χασίσι για να δολοφονούν τους άπιστους και τους διεφθαρμένους ηγέτες, υπακούοντας στις εντολές του αρχηγού τους, του «γέρου του βουνού», τον οποίο πολλοί θεωρούν ως το μακρινό πρότυπο του Μπιν Λάντεν και της Αλ Κάιντα. Οι Χασσασιγιούν είχαν κέντρο τους το απρόσιτο κάστρο του Αλαμούτ στην Περσία, αλλά δρούσαν και στην Συρία δολοφονώντας εκατοντάδες «διεφθαρμένους» μουσουλμάνους ηγέτες, ανάμεσά τους και τους Φατιμίδες της Αιγύπτου, παρόλο που προέρχονταν από την ίδια αίρεση. Το 1192, όταν δολοφόνησαν και τον βασιλιά της Ιερουσαλήμ, Κόνραντ ντε Μοντφεράτ, έγιναν πασίγνωστοι και στους δυτικούς ενώ η λέξη assassin από τους ασσασσίνους κατέληξε να σημαίνει τον δολοφόνο στα γαλλικά, τα ιταλικά ή τα αγγλικά[14].

Αυτός ακριβώς ο πλούτος της ισλαμικής παράδοσης και ο ριζοσπαστισμός του επαναστατικού ισλαμισμού εξηγούν εν μέρει το γεγονός ότι πολλά μέλη των οργανώσεων της άκρας αριστεράς της δεκαετίας του 1970 μεταπήδησαν, δέκα χρόνια αργότερα, σε ριζοσπαστικές ισλαμικές οργανώσεις.

Τέλος, αλλά εξίσου σημαντικό, ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός, σε καθεστώτα απολυταρχικά όπου σπανίζουν οι πολιτικές ελευθερίες, έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί την επίσημη γλώσσα και τους μηχανισμούς του Ισλάμ –επίσημη θρησκεία σε όλες τις μουσουλμανικές χώρες, εκτός από την Τουρκία, όπου δεν παύει να παραμένει κυρίαρχη– για να μεταφέρει σχεδόν ανενόχλητος το μήνυμά του. Η χρήση των τζαμιών ως χώρων πολιτικής διαμαρτυρίας και οργάνωσης, στο Ιράν, υπήρξε κάτι που δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει ούτε ο ίδιος ο Σάχης ούτε η περιβόητη μυστική του αστυνομία, η Σαβάκ, ούτε οι Αμερικανοί σύμβουλοί του. Βέβαια, τηρουμένων των αναλογιών, κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και στην Πολωνία με την Καθολική Εκκλησία, όμως στις ισλαμικές χώρες η ταύτιση είναι πολύ ισχυρότερη και ο αρχηγός του κράτους πρέπει να εμφανίζεται οπωσδήποτε ως πιστός. Υπογραμμίζει ο Μπρυνό Ετιέν:

«Οι καταπιεζόμενοι βιώνουν την εξέγερσή τους ενάντια στο σύστημα της κυριαρχίας μέσα στο αποκλειστικό πλαίσιο αναφοράς που προσφέρει η κυρίαρχη νομιμότητα. Γι’ αυτό και οι κυβερνήσεις συνήθως δύσκολα μπορούν να εξοντώσουν τις μεσσιανικές εξεγέρσεις που αντλούν από την ίδια θεολογική αναφορά με εκείνη που διασφαλίζει τη νομιμότητα των κυριάρχων[15].»

Έτσι οι κήρυκες του ισλαμισμού μπορούν να καλούν σε ανατροπή των διεφθαρμένων κοσμικών ηγεσιών εξασφαλίζοντας ταυτοχρόνως τη χρηματοδότησή τους από τη Σαουδική Αραβία, τα Εμιράτα ή το Πακιστάν, χώρες που, παρά την εφαρμογή της σαρία, συνιστούν για τους ριζοσπάστες ισλαμιστές το ίδιο το πρότυπο της διεφθαρμένης κοσμικής εξουσίας! Στη διάρκεια της κρίσης του Κόλπου, το Μέτωπο Ισλαμικής Σωτηρίας, που χρηματοδοτούνταν από τη Σαουδική Αραβία, εγκαλούσε την αλγερινή κυβέρνηση για τη χλιαρή υποστήριξή της… στον Σαντάμ, ενώ κάτι αντίστοιχο συνέβη και στην Τυνησία. Οι ηγεσίες των αραβικών χωρών, ειδικά οι πιο καθυστερημένες και δυτικόφιλες, προσπάθησαν μέσω των πετροδολαρίων να αμβλύνουν τη ριζοσπαστικότητα των ισλαμικών κινημάτων, στρέφοντάς τα προς μία κατεύθυνση περισσότερο νομιμόφρονα και «θεμελιακή», ώστε να τα απομακρύνουν από τον ισλαμικό πολιτικό ακτιβισμό. Κάτι παρόμοιο έπραξαν και οι περισσότερες κυβερνήσεις που, μέσα από την χρηματοδότηση τζαμιών, τη διάδοση του Κορανίου ή τις αλλαγές στη νομοθεσία προς την κατεύθυνση της σαρία, προσπάθησαν να υπερακοντίσουν την επιρροή του ριζοσπαστικού Ισλάμ. Τελικά, το μόνο που πέτυχαν ήταν να παίξουν το παιγνίδι του, επανισλαμοποιώντας την κοινωνία και τον πολιτικό λόγο, και να διευρύνουν το χάσμα ανάμεσα στον παραγωγικό και καταναλωτικό εκδυτικισμό και την ιδεολογία των μαζών. Γιατί, βέβαια, εκείνο που κρίνει την εξάπλωση ή όχι των ριζοσπαστικών εκδοχών του Ισλάμ δεν είναι η συντηρητική ή επαναστατική –αντίστοιχα– ερμηνεία του Κορανίου, αλλά η κοινωνική και πολιτική συγκυρία που, στον σημερινό αραβικό κόσμο, συνηγορεί υπέρ μιας ριζοσπαστικής ερμηνείας.



[1] Με τον όρο ισλαμισμός δεν χαρακτηρίζουμε απλά μια θρησκεία ούτε με τη λέξη ισλαμιστές τους οπαδούς της. Για την απόδοση αυτών των εννοιών χρησιμοποιούμε τις λέξεις μουσουλμανισμός και μουσουλμάνοι. Με τον όρο ισλαμισμός αναφερόμαστε σε ένα θρησκευτικο-πολιτικό δόγμα που στοχεύει στην εφαρμογή των αρχών του Ισλάμ στην οικονομία, την πολιτική και τις κοινωνικές σχέσεις συνολικά. Ιδιαίτερα δε με τον όρο ριζοσπαστικός ισλαμισμός, που αποτελεί και το καθεαυτό αντικείμενο της μελέτης μας, επιμένουμε σε ένα συγκεκριμένο κίνημα που δεν περιορίζεται στην εφαρμογή της σαρία, δηλαδή του ισλαμικού νόμου, όπως κάνει ο κατεστημένος ισλαμισμός στη Σαουδική Αραβία ή το Πακιστάν, αλλά επιδιώκει την ανατροπή των κυρίαρχων καθεστώτων στις μουσουλμανικές χώρες. Πιο συγκεκριμένα, αναφερόμαστε σε ένα ρεύμα που αναπτύχθηκε στις αραβικές χώρες και το Ιράν, έστω και αν γνωρίζει σήμερα μια ταχύτατη επέκταση στο σύνολο των μουσουλμανικών χωρών, και μπορεί συχνά να επικαλύπτεται ή ακόμα και να ταυτίζεται με τον συντηρητικό ισλαμισμό.

[2] Με αυτή την τοποθέτηση δεν θέλουμε να υποστηρίξουμε ότι το σύνολο ή, έστω, η πλειοψηφία των μουσουλμάνων ακολουθεί τις αρχές του ριζοσπαστικού ισλαμισμού, αλλά ότι ο τελευταίος εκφράζει, ως αιχμή του δόρατος, μια γενικότερη τάση «επανισλαμοποίησης» των περισσότερων μουσουλμανικών κοινωνιών και ότι επηρεάζει βαθύτατα ακόμα και τις πιο συντηρητικές μουσουλμανικές κυβερνήσεις, ή ακόμα και καθεστώτα που προσπάθησαν να εγκαθιδρύσουν μια εκκοσμικευμένη και «λαϊκή» –μη θρησκευτική– εξουσία, όπως το τουρκικό καθεστώς, το Πακιστάν, την Ινδονησία ή την Αίγυπτο. Μ’ αυτή την έννοια, ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός επηρεάζει και σφραγίζει το σύνολο του Ισλάμ.

[3] Για την εξέλιξη του Ισλάμ και του ισλαμισμού στην Ευρώπη, βλέπε Gilles Kepel, Les Banlieues de l’ Islam, Naissance d’une religion en France, Points Actuels, Παρίσι, 1991 και Ζιλ Κεπέλ, Tζιχάντ, ο ιερός πόλεμος, ό.π., σσ. 292-316. Antoine Sfeir, Les Réseaux d’ Allah, les filières islamistes en France et en Europe, Plon, Παρίσι 1997 και Alexandre Del Valle, Islamisme et Etats Unis, Une Alliance contre l’ Europe, L’ Age d’ Homme, Λωζάννη, 2001 σσ. 197-244.

[4] Βλέπε Μάικλ Άλμπερ, «Η πορεία του ενός εκατομμυρίου», περιοδικό Άρδην, τεύχος 2, Μάιος 1996.

[12] Για μια συνοπτική αλλά σχετικά πλήρη περιγραφή του ισλαμικού κινήματος, βλέπε Paul Balta, L’ Islam dans le Monde, Le Monde-Editions, Παρίσι 1991, σελ. 390, Bruno Etienne, op. cit, καθώς και Olivier Carré, op. cit. Iδιαίτερα για τον σιιτισμό, βλέπε Υann Richard L’Islam chi’ite, Fayard, Παρίσι 1991, σελ. 303.

[13] Βλέπε Maurice Lombard, Olivier Carré και Βruno Εtienne, op. cit., καθώς και Joseph Burlot, La civilisation Islamique, Hachette, Παρίσι 1990.

[14] Σχετικά με τους ασσασσίνους και τους Ισμαηλίτες γενικότερα, βλέπε το βιβλίο του Bernard Lewis, The Assassins. A radical sect in Islam, Weidenfeld and Nicholson, Λονδίνο 1967, καθώς και την ενδιαφέρουσα εισαγωγή του Maxime Rodinson στη γαλλική μετάφραση του έργου Les Assassins, Berger-Levrault, Παρίσι 1982. Επίσης, Bruno Etienne και Οlivier Carré, op. cit.

[15] Bruno Étienne, op. cit., σελ. 27.

Πηγή
συνέχεια στο Οι φάσεις ανάπτυξης του ισλαμισμού, μέρος 2

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου